THORNLOGY

Ideas are bullet-proof.
Poems, texts, thoughts and other explosive ‘fruits’. In greek.

Soon translated!

Ο πόλεμος συνεχίζεται μέσα μου, κάθε μέρα πιο δυνατός, πιο λυσσαλέος, ανάμεσα σε ζωή και θάνατο, η κατάρα της φωτιάς, η γν΄ώση που δεν κατάφερε ποτέ να γίνει φως, η αγάπη για τον άνθρωπο, το μίσος για το κτήνος. Ο πόλεμος συνεχίζεται, δεν σταμάτησε ποτέ, ούτε μια στιγμή, εκεί που πάει να φανεί ο ήλιος, να φύγει ο καπνός από το το μπαρούτι, από τα ψυχικά πεδία των μαχών στις κοιλάδες του αιώνιου θανάτου, στα ποτισμένα με αίμα σύνορα, να΄ σου ξανά και ξανά αυτό το ατελείωτο σκοτάδι που σκεπάζει και τον Αυγουστιάτικο ήλιο, η πάλη στην καρδιά και στο μυαλό, σώμα και πνεύμα από το άυλο στο υλικό και από το υλικό στο άυλο. Εξάλλου τι είναι πραγματικότητα, τι είναι αλήθεια, τι ψευδαίσθηση; Θεωρίες των χορδών θεωρίες της σχετικότητας, θεωρίες του χάους, ψηλαφίζοντας μέσα στα σκοτάδια και στα όρια των τριών διαστάσεων, στα φράγματα των αισθήσεων, το πιο δύσκολο: η αυτοκριτική, η αυταπάρνηση της πείνας και της δίψας, στο άφημα του ζ΄ώου του θεριού.

Μα τι να πω και εγώ, ποιον μπορώ να πω να κάνει και τι; Με την δυνατότητα του σπαθιού του ο καθένας πολεμά, ανάγκη ανακατωμένη με πάθος το σπάσιμο κάθε δεσμών, κάθε φύτρας, αποπλάνησης κάθε ρίζας που δεν λέει να ανθίσει, αναθεώρηση κάθε στιγμή σε όλα και στα πάντα, αναθεώρηση της δημοκρατίας, στον εαυτό, στο σύνολο. Η φύση αγαπά την εξέλιξη και αν τελικά φανούμε ανίκανοι να αλλάξουμε πορεία σαν τους δεινόσαυρους, πύρινες μπάλες φωτιάς από τους ουρανούς θα πέσει να μας κάψει κρίνοντας μας ανάξιους να συνεχίσουμε να υπάρχουμε και να ζούμε αυτό που λέμε ανώριμα ζωή. Η ίδια η μάνα που μας γέννησε θα μας εξοντώσει, θα μας εξαφανίσει αν συνεχίσουμε να κυλιόμαστε στον βούρκο και δεν σηκώσουμε το κεφάλι ψηλά να αγναντεύουμε τίμια το άγνωστο, αν συνεχίσουμε ανήμποροι να έρθουμε σε επαφή και αρμονία μαζί της.

Τι είναι αυτό που σέρνει τον άνθρωπο στη δουλικότητα, στην υποδούλωση, στον ρατσισμό, στην ρομποτοποίηση, στη μαζικοποίηση, στον κανιβαλισμό; Τι είναι αυτό που κρατά τις ανθρώπινες κοινωνίες χωρισμένες σε τάξεις με πλούσιους και φτωχούς, χωρισμένες σε κράτη, σε ανύπαρκτα σύνορα και πελώρια τείχη;

Πρέπει να σκάψω πιο βαθιά.

.....Συνεχίζεται...

Ει ανθρωπάκο γιατί περπατάς με σκυμμένο το κεφάλι;

Γιατί το άφησες να συμβεί αυτό;

Κλέφτες της ίδιας της ζωής, φορτωμένα τα φτερά από ασήκωτο βάρος,

γιατί τους αφήνεις;

Γιατί τους αφήνεις να σε κρατάνε κάτω να σε φορτώνουν να σε αδειάζουν να μη σε αφήνουν να πετάξεις. Συγγενείς εξ αίματος, ζητιάνες αγάπες εραστές φίλοι και οχτροί να σε τραβάνε κάτω.

Θολά τα φώτα της πόλης θολό το φως του ήλιου, το πρωί, το μεσημέρι σαν μια ατέλειωτη νύχτα και σκοτάδι στο κόσμο, θολό και το μυαλό οι σκέψεις οι αναμνήσεις και τα όνειρα των υπόδουλων που τρέχουν στις λεωφόρους της τρέλας πέρα δώθε, πέρα δώθε σαν χαλασμένα μηχανικά παιχνίδια, στρατιωτάκια.

Γιατί τoυς αφήσαμε να κλέβουν τις ζωές;

ΑΕΤΥΔΕΥΣ

 

Τσιμεντένια βουνά από συμφέροντα, άηχοι βασανισμοί πνίγουν κραυγές αγωνίας, ωχρό πέπλο θλίψης επιβίωσης, ανάθεμα από τότε που έβαλαν ζωή στα σίδερα και ξεκίνησε η στασιμότητα η ακινησία σε μια ταχύτητα του φωτός, από δολοφονίες και βία που χτυπά την βία για να έχουμε αυτό που τώρα το λένε ειρήνη.

Μη μου μιλάς, απαγορεύεται, ούτε καν να το σκεφτείς.

Παραμονεύουν οι εφησυχαστές οι προγραμματισμένοι εκτελεστές του νόμου και της τάξης, κρύο ατσάλι και ρεύμα, νευροβιαστές αποτινάζουν εξ αποστάσεως ότι απέμεινε από το αύριο, από όση ανθρωπιά απέμεινε. Να, δες, την ξεσκίζουν τα αδέσποτα λυσσασμένα σκελετωμένα και πεινασμένα σκυλιά στον πίσω δρόμο από το μαγαζάκι αυτού του πλαστικού κόσμου.

Κοίταμε στα μάτια αλλά μην το σκεφτείς για θα μας καταλάβουν και θα έρθουν ανέλπιδα και σιωπηλά χωρίς να τους πάρουμε χαμπάρι ξανά και θα δούμε πάλι τους χιλιάδες κάμπους μαραμένους σε ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα και τα λιβάδια στην κατάψυξη, δεν έχει τέλος αυτό νομίζω θα επαναλαμβάνεται σε κάθε πλανήτη σε κάθε κόσμο που θα τολμά την ευτυχία.

Σταμάτα σου λέω, μη κάνεις φασαρία θα μας ακούσουν. Απαγορεύεται, ούτε καν να το σκεφτείς, είναι παράνομο, απόλαυση χαρά ηδονή,

θυμάσαι....

θυμάμαι...

πρέπει να μην αφήνεις να έρθουν στην επιφάνεια συναισθήματα θα μας καταλάβουν,

τα καύσιμα τελειώνουν δεν ξέρω αν φτάσουν για τον γυρισμό και δεν αντέχω άλλο στην μόνιμη περιορισμένη υποχρεωτική κατοικία που επιβάλλει ο παραλογισμός.

Κοιτά εκεί στο κέντρο της πόλης που καίγεται τις τεράστιες αυτοματοποιημένες μπουλντόζες που σέρνουν τα συντρίμμια του νέου κόσμου

και μη πεις τίποτε,

μη μιλάς μόνο κοιτά με,

ξέχασα πως είναι το φιλί

η ζεστασιά της συντροφιάς

της αγκαλιάς καρδιά με καρδιά,

ο χτύπος του σύμπαντος,

μα να ξέρεις τώρα μου φτάνει μόνο αυτό, που σε ξαναείδα μετά από τόσα χρόνια, να το ξέρεις ποτέ δεν σε ξέχασα, πάντα έρχεσαι ακανόνιστα σε ώρες που δεν πρέπει να το θυμάσαι αλλά μη το σκέφτεσαι γιατί θα έρθουν.

Απαγορεύεται μην το σκεφτείς δεν επιτρέπεται να είμαστε μαζί,

πρέπει να πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής και αργήσαμε,

πρέπει να γυρίσω πριν καταλάβουν την απουσία μου

πίσω από τα βουνά με τα σκουπίδια από το φριχτό πέρασμα με τις ανεμογεννήτριες που στάζουν αίμα στις προπέλες να ξεφύγω από τους μεταλλαγμένους γύπες που αρπάζουν τις ανυπότακτες ψυχές να το θυμάσαι, μα μη το σκέφτεσαι.

Να ξέρεις δεν ήταν πάντα έτσι και ίσως,

ίσως,

πως να σου το πω αφού πρέπει πρώτα να το σκεφτώ.

ΑΕΤΥΔΕΥΣ

Εκατομμύρια κάψουλες στην κρυογενετική σαν σκόνη ταξιδεύουν αιώνια σιωπηλά στο απέραντο χάος του διαστήματος. Φυγάδες από τα συντρίμμια ενός κατεστραμμένου κόσμου χαμένοι μέσα στα ατελείωτα αστέρια και τους γαλαξίες.

Οι προφήτες μάς είπαν ότι θα φτάσουμε κάποτε,

θα κάνουμε μερικά χιλιάδες χρόνια ίσως και παραπάνω αλλά ναι, κάποτε θα φτάσουμε.

Πως θα ήταν άραγε στο τέρμα του ταξιδιού;

Στον προορισμό μας;

Σε αυτή την νέα φρέσκια χρυσή εποχή;

Αν θα βρίσκαμε επιτέλους τον καινούργιο μας πλανήτη και θα είναι άραγε πραγματικά έτσι όπως μας τον έδειξαν στις οθόνες οι μηχανές;

Καταγάλανος ουρανός σαν την πατρίδα

καθαρό οξυγόνο και γάργαρο νερό,

το κοντινότερο αστέρι να ζεσταίνει το δέρμα χωρίς να το καίει.

Να ξεκινήσουμε και πάλι την ζωή μας κανονικά και τον πολιτισμό μας με σεβασμό ο ένας για τον άλλον.

Να ξανακατασκευάσουμε πιο δυνατά όπλα καταστροφής και να ξεκινήσουμε και πάλι επιτέλους τον πόλεμο!

Ω! πατέρα ουρανέ και πηγ΄ή της δύναμης πόσο σοφά μας έπλασες!

Να ξεκινήσουμε επιτέλους να βγάζουμε ο ένας το μάτι του άλλου, δεν αντέχω άλλο τόση ησυχία και μοναξιά. Να ξεκινήσουμε να φτιάχνουμε καινούργιες αρρώστιες, φάρμακα, τις κατακτήσεις, τις επενδύσεις. Να ξαναδημιουργήσουμε σκλάβους, ανισότητες. Να εξαφανίσουμε όσα πλάσματα δεν μας κάνουν το χατίρι να τα τρώμε, να καλλιεργήσουμε πάλι τον πολιτισμό μας όπως τον ξέρουμε κατά εικόνα και ομοίωση μαζί σου...

Ω! πηγή της δύναμης, στην ασφάλεια και προπαντός σεβασμός.

Να χτίσουμε και πάλι τις βρωμερές μας τσιμεντοπολιτείες

την δημοκρατία μας με τους φανταχτερούς βασιλιάδες, τις αγορές και τα παζάρια, τις δολοπλοκίες, την ιδιοκτησία, καινούργιες κάστες και στολές για τις ταξικές μας κοινωνίες, να εκπαιδεύσουμε και πάλι τα παιδιά μας να κάνουν παρελάσεις, να είναι εγωιστικά ανταγωνιστικά, έξυπνα και πονηρά, να πατάει το ένα το κεφάλι του άλλου για να σκαρφαλώσουν στην κορυφή και στην μεθυστική εξουσία με κάθε κόστος.

Και πάνω από όλα φυσικά σεβασμός στο περιβάλλον, καθαρότητα, τάξη και ασφάλεια!

Ω! πατέρα ουρανέ και πηγή της δύναμης κάνε να τελειώσει τούτο τα ταξίδι πιο νωρίς.

6709098345870 ημερολογιακή καταγραφή από τον ξύπνιο στις κάψουλες

ΑΕΤΥΔΕΥΣ

Προσπαθείς να βγάλεις νόημα; Αναγκαστικά η το θέλεις πραγματικά;

Καθόμουν στο σταυροδρόμι περιμένοντας να πάρω μιαν απόφαση προς τα που να πάω πάλι, μια πινακίδα δίπλα μου σκουριασμένη ανεμοκουνιόταν πέρα δώθε ετοιμόρροπη. Έγραφε: ''Προσπαθείς να βγάλεις νόημα; Αναγκαστικά η το θέλεις πραγματικά;

Πέρασε πρώτα μια μαυροφορεμένη γριά γυναίκα που μύριζε ρόδο. Το πρόσωπό της δεν φαινόταν καθαρά, είχε μια αλλοίωση περίεργη. Ήταν ανέκφραστο και δεν έβγαζα χαρακτηριστικά. Ήταν φρικαλέο αλλά δεν μου προκαλούσε τρόμο. Μου είπε:

Είχε κλέψει τον αδύνατο και τον κοιμισμένο μια φορά είχε κλέψει δυο αλλά δεν πήρε το μάθημα του, δεν βρέθηκε ποτέ κάποιος να τον ρίξει δυό σφαλιάρες μπας και κουνηθεί ο εγκέφαλος του. Αν και στη πράξη η βία δύσκολα να διαγράψει ανοδική πορεία, πιο κοντά την κόλαση φέρνει πάντα. Ποιος ορίζει και με τι κριτήρια, ποιος νομοθετεί και ποιος μπορεί να ξεχωρίσει το δίκαιο από το άδικο; Σκληρά παιχνίδια για δυνατούς παίχτες, να δαμάζεις την θύελλα να ανεβαίνεις πάνω στις αστραπές και τους κεραυνούς, να μιλάς με το αεράκι όταν σου χαϊδεύει το πρόσωπο κοιτώντας με κλειστά μάτια τον ήλιο. Μη σπαταλάς την ζωή σου μη χάνεις έτσι τον χρόνο.

Μετά ένας σαν μισότρελος με τα μαλλιά ανάκατα και με άσπρα μακριά μούσια, φορώντας ένα κοστούμι σκισμένο γεμάτο με λάσπες και λεκέδες από ξεραμένο αίμα και ξυπόλυτος, από την απέναντι μεριά χοροπηδούσε και έλεγε συνέχεια τραγουδιστά:

Αυτό που χάνεται με το καιρό το λησμονούμε
Μην έχεις την ανάγκη κανενός
Να μην χρωστάς να μη σε νοιάζει τι θα πουν μπροστά σου η ξωπίσω
Σπάνιο λουλούδι σε γκρεμό που φέρνει ίλιγγο
Αυτό που χάνεται με το καιρό το λησμονούμε
Μην έχεις την ανάγκη ....
σπάνιο λουλούδι σε γκρεμό που φέρνει ίλιγγο

Αδιάφανος, σχεδόν αόρατος, γυμνός, αλεξίσφαιρος, συνέχιζε να χορεύει και να τραγουδά χωρίς να νοιάζεται σαν να ήξερε το παιχνίδι ότι ήταν στημένο και προπληρωμένο. Με αρχή, κυρίως θέμα, επίλογο και τέλος, προκαθορισμένο για τους πλούσιους πελάτες που πλήρωναν όσο-όσο για να δουν την παράσταση στο δάσος. Αίμα ζητούσαν και ζωντανή σφαγή μπροστά τους, όρνια να ακούνε τις τελευταίες ανάσες, να περιμένουν να δουν την τελευταία εστιασμένη δακρυσμένη ματιά πόνου γεμάτη απορία πριν το κενό.
Πριν το άτυχο και άμοιρο πλάσμα σακί από κόκαλα και οστά μείνει άδειο.

Για να ξυπνήσουν το αρχέγονο ένστικτο λέγανε οι αιματορουφήχτρες. Όμως, δεν βγάζει νόημα. Δεν μπορείς να καταλάβει εσύ την ανωτερότητα. Και τρίβανε τα χέρια τους χαζογελώντας χαιρέκακα. Αλλιώς είναι να τα διαβάζεις και αλλιώς είναι να βλέπεις από μακριά την εικόνα, είσαι προστατευμένος και αν΄ώνυμος κρυμμένος μέσα στους πολλούς. Η αμαρτία μειώνεται, οι ευθύνες αποποιούνται στο άτομο

Ίσως αυτό να είναι ο σκοπός,

το κοινό,

οι  άτυποι κοινωνικοί δεσμοί που έχουν οι ομάδες,

οι οπαδοί, οι μάζες, τα κινήματα, οι πιστοί, τα συστήματα.

Θα πιεις αίμα για να πετύχεις, θα στερήσεις το ψωμί σε ανθρώπους, θα καταστρέψεις βουνά και  πηγές, θα ξεχάσετε και την μάνα σας παλιοτσογλάνια που μας το παίζετε και επαναστάτες της νέας εποχής φώναζε η γριά κουνώντας ψηλά το δεκανίκι που είχε να στηρίζεται.

Μηδέν!

Ο ήρωας είναι ένα μηδενικό,

σκοτώστε τον δεν αξίζει

κρεμάστε τον στην πλατεία του χωριού και γράφετε μια πινακίδα πάνω του.

Προσπαθείς να βγάλεις νόημα; Δεν αξίζει!

Μετά μουρμούριζαν οι ψευτοεκλεκτοί και αυτοδιόριστοι ενάρετοι χωρίς να σταματάνε να τρίβουν τα χέρια τους και να χαζογελάνε. Δεν καταλάβαινα πόσοι ήταν έτσι όπως ήταν μαζεμένοι σε έναν κύκλο, σαν ένας κράζανε: Γύρνα στην δουλεία σου φοβισμένος μην την χάσεις κι αυτή και άσε όλα τα υπόλοιπα σε εμάς. Θα φροντίσουμε να βολευτείς και να τα βγάζεις πέρα. Θα σου δώσουμε ένα ξεροκόμματο, μην ανησυχείς για τίποτα θα την βολέψουμε εμείς την άθλια ζωή σου.

Θα φροντίσουμε για την ανυπαρξία σου και με το παραπάνω. Έχουμε να σου δώσουμε όλα τα ναρκωτικά του κόσμου, πισίνες γεμάτες αλκοόλ για να μουδιάζεις αν δεν αισθάνεσαι καλά, για να πνίγετε την θλίψη σας, για να θολώνετε την χαρά σας. Να σταματάτε την οργή θα φτιάξουμε κι άλλες αρένες για να είστε κωφάλαλοι σε κοινωνίες ανέπαφες, ανάλατες, που βρωμάνε σφαγείο και σήψη.

Θα μου πεις και μετά τι;

Τι έγινε στο σταυροδρόμι;

Ποιον δρόμο διάλεξες;

Τι μένει, τι έχει αξία;

Η πινακίδα δίπλα μου έκλεψε πάλι την παράσταση τρίζοντας ξεχαρβαλωμένη, ανεμοδαρμένη. Προσπαθείς να βγάλεις νόημα; Αναγκαστικά ή το θέλεις πραγματικά;

Δρόμος τέλειος, σωστός δεν υπάρχει

κι αν τον αφήνεις να τον διαλέγουν άλλοι για σένα ας πρόσεχες.

Λακούβες επικίνδυνες, στροφές, ανηφόρες, κατηφόρες έχουν όλοι.

Της επιστροφής δεν γυρνά πάντα πίσω στο σπίτι,

μακρύς ή σύντομος δεν έχεις σημασία αν θες να φτάσεις κάπου,

η αλήθεια της καρδιάς ας είναι οδηγός,

τον δικό σου δρόμο τράβα,

καθ' οδόν μου αρέσει να 'μαι!

ΑΕΤΥΔΕΥΣ

ΜΙΑ ΦΟΡΑ κι ένας καιρό τα παλιά τραγούδια είχαν ρυθμούς που κουνούσαν σαν να γινότανε σεισμός! Ανατρεπτικοί στίχοι που έσταζαν μίσος, ξερνούσαν το κατεστημένο όταν έμπαινε ύπουλα, φώναζαν για ειρήνη σε καιρό πολέμου. Ποια γενιά θέλει άραγε να γυρνάνε τα αδέλφια της από τα πεδία των μαχών στο σπίτι σε φέρετρα σακούλες; Η αντίδραση στην ομοιομορφία, στα απολυταρχικά καθεστώτα που βαφτίζονται δημοκρατίες χωρίς όμως να στρατεύεσαι και να διαλέγεις παράταξη, θέλει μεγάλη δύναμη ψυχής. Μπάντες βγαλμένες από το περιθώριο στα γκαράζ, σε εγκαταλελειμμένα εργοστάσια γιατί δεν χωρούσαν πουθενά αλλού -δεν θέλανε έτσι κι αλλιώς-, χεσμένο όλο αυτόν το κόσμο τον έχουμε αφού είναι τέτοιος! Ο γυαλιστερός χάρτινος κόσμος του θεάματος, κόκκινα χαλιά, πρησμένα χείλη, πλαστικά βυζιά και κώλοι, τα "βιούς", τα "λάικς", οι φατσούλες να συμπληρώνουν την έλλειψη έκφρασης.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν σκληρό σα πέτρα το σανίδι, η σκηνή και ο χώρος ένα πράγμα, δέκτης - αποδέκτης μια ενέργεια. Όταν γνωρίζεις καλά πως είναι να είσαι δαχτυλοδεικτούμενος, διαφορετικός, μειονότητα, η αλληλεγγύη είναι συντρόφισσά σου. Είναι γνώριμη και έρχεται χωρίς κόπο και δόλο. Στους παρόντες καιρούς η πλειοψηφία του φρέσκου είναι το λιγότερο μπαγιάτικο, μια κατάσταση υπνοβασίας γενικώς. Πάρε με μάνατζερ και κάνε με ότι θες αρκεί να γίνω σταρ, δώσε μου λάμψη κι ας είναι ψεύτικη, να αποκτήσω χρήμα, δόξα, δηθενιά, να δείχνω κουλ κι ας είμαι μέσα μου ποιο άδειος κι από έναν σκουριασμένο τενεκέ στην ανακύκλωση. Το πνεύμα της εποχής, χρυσές αλυσίδες, ακριβά ρολόγια και αμάξια γιαλαντζί, ρούχα, άσφαιρα γκάνια, τατουάζ χωρίς συμβολισμό, ντρόγκες, ναρκωτικά, βία χωρίς νόημα, φασιστάκια, ρατσιστές και ζόμπι της κάθε εξουσίας. Πόσο ξεπεσμός και σίχαμα; Kατούρα κουλτούρα. Που πήγε το πάθος ρε; Μαϊμούδες που μιμούνται μαϊμούδες, χωρίς παιδεία, χωρίς ερωτισμό, ακριβές τσόντες χωρίς ονείρεμα, γερασμένα νιάτα συμβιβασμένα. Τόλμη δεν είναι να αρέσκεσαι σε αυτά που σου χαϊδεύουν τα αφτιά, αλλά να μπορείς να βλέπεις αυτά που δεν σου αρέσουν. Αυτά που πονάνε. Τόλμη είναι να μορφώνεσαι, να αναπλάθεσαι συνεχώς, να μελετάς τον εαυτό σου, να έχεις την θέληση να διακρίνεις την αλήθεια σε κάθε στρατόπεδο, να μην δέχεσαι τα στρατόπεδα αφού στο τέλος οι παρατάξεις είναι ακριβώς το ίδιο: Οι στολές αλλάζουν και τα συνθήματα. Δίδυμα κεφάλια της λερναίας ύδρας.... Κόψιμο και φωτιά! Κόψιμο και φωτιά να μην ξαναβγούνε ποτέ! Η αλήθεια χωρίς στρεβλώσεις και φανατισμό ξεβολεύει. Δεν είναι εύκολη, ούτε αρεστή, δεν είναι εύπεπτη. Θέλει αλλαγές να μπορείς να διακρίνεις, να μπορείς να ξεχωρίσεις.

Ναι τα περισσότερα πράγματα πρέπει να τιναχτούν στον αέρα! Να τιναχτούν στον αέρα, να τελειώνουμε, ίσως είναι ο μόνος τρόπος για να ταρακουνηθεί ο εγκέφαλος.

ΑΕΤΥΔΕΥΣ

Είναι 6 το πρωί.
Ή μήπως δεν είναι πρωί.
Δεν ξέρεις.
Μάλλον πρωί είναι.
Κατάφερες τελικά να φτάσεις.
Κατάφερες να φτάσεις εκεί που πάντα ήθελες.
Στην χώρα του ποτέ.

Κοιτάς τριγύρω σου, μα βλέπεις μόνο γκρίζα.
Ο ουρανός, που κάποτε ήταν γαλάζιος, τώρα είναι γκρίζος.
Αιωρείσαι. Κοιτάς από ψηλά και τι βλέπεις; Τα πάντα γκρίζα.
Το γρασίδι, γκρίζο. Οι θάλασσες, οι ωκεανοί, κι αυτά γκρίζα. Τα βουνά, οι πεδιάδες, τα δέντρα, οι κεραμοσκεπές, τα ποτάμια.
Όλα γκρίζα.

Δεν σε πειράζει. Για κάποιο λόγο γίνονται όλα. Σκέφτεσαι ότι κάποιος θα είπε "είναι καλή ιδέα να αφαιρέσουμε τα χρώματα από παντού και να τα αντικαταστήσουμε με το γκρί". Ανασήκωσες αδιάφορα τους ώμους. "Κάποιο λόγο θα είχε, άλλωστε και το τσιμέντο γκρι είναι και στο τσιμέντο οφείλουμε τόσα πολλά", μονολόγησες και συνέχισες να αιωρείσαι απολαμβάνοντας τη γκρίζα θέα.

Ξαφνικά, προσγειώνεσαι σε ένα πανέμορφο, γκρίζο εμπορικό κέντρο. Περιφέρεσαι εκεί. Δεν σε προσέχει κανείς, έτσι κι αλλιώς όλοι μοιάζουν μεταξύ τους. Είναι όλοι ανέκφραστοι, αγέλαστοι, βλοσυροί, κατηφείς.
Ηχεί συναγερμός. Κάποιος κατέβηκε τα σκαλιά από τις κυλιόμενες σκάλες χωρίς να περιμένει να φτάσει στο τέλος, και αυτό δεν επιτρέπεται. Κουνάς το κεφάλι σου απογοητευμένος. "Έλεος πια με τους απείθαρχους" μονολογείς, τη στιγμή που ένα ρομπότ της ασφάλειας του κτιρίου σπεύδει για να δώσει αυστηρή προειδοποίηση στον παραβάτη.

Κάποιος σε πλησιάζει. Τι να θέλει; Νιώθεις ανασφάλεια. Γιατί να θέλει κάποιος να σου μιλήσει; Το κακό σου θα θέλει. Πας να τον αποφύγεις, αλλά εκείνος επιμένει. Σε κυνηγάει. Αγχώνεσαι. Ανοίγεις το βήμα σου για να του ξεφύγεις. Εκείνος όμως βρίσκεται στο κατόπι σου. Κάτι σημαντικό θέλει να σου πει. Φοβάσαι. Δεν φοβάσαι άδικα. Ξέρεις καλά, ότι οι άνθρωποι θέλουν μόνο το κακό σου. Δεν εμπιστεύεσαι κανέναν. Δεν έχεις φίλους. Οι φίλοι είναι μια εφεύρεση που το μόνο που εξυπηρετεί είναι να καλλιεργεί τις συναισθηματικές μας αδυναμίες. Μας κάνει πιο ευάλωτους. Εσύ δεν είσαι ευάλωτος. Δεν σου αρέσει να έχεις αδυναμίες. Δεν σε νοιάζουν οι άλλοι. Ας κάνουν ό,τι θέλουν. Εσύ νοιάζεσαι μόνο για εσένα.

Τι θέλει τελικά αυτός; Κοντοστέκεσαι. Σφίγγεις τις γροθιές σου. Καθώς σε πλησιάζει, φωνάζεις με όλη σου τη δύναμη: "ΘΑ ΠΑΡΩ ΤΗΛΕΦΩΝΟ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΣΚΕΨΗΣ, ΠΡΟΣΕΧΕ ΚΑΛΑ".
Σε κοιτάει. Ανοιγοκλείνει το στόμα, αλλά δεν ακούς φωνή. Πλησιάζεις λίγο για να ακούσεις.
Απόμακρα, απόκοσμα, σαν από άλλο κόσμο ακούγεται μια φωνή να λέει:
"Τι αστυνομία σκέψης μωρέ μαλάκα, ξύπνα, τι έβλεπες πάλι; Θα αργήσεις για τη δουλειά, σήκω, πάλι έπινες χθες;".
Κοιτάς τριγύρω σου και με ανακούφιση αγκαλιάζεις την άθλια μιζέρια της καθημερινότητάς σου.

Δ.

Είμαι ο εμποράκος της καρδιάς σας
Για περάστε - Για περάστε
Αγοράστε να αναδυθεί η ευωδιά σας
Για περάστε - Για περάστε

Πουλάω ό,τι μπορείς να φανταστείς
Ό,τι δεν χρειάζεσαι σε μένα θα το βρεις
Θέλεις σαπούνια, θες απορρυπαντικά;
Θες παρθένο λάδι ή προφυλακτικά;

Θέλεις ένα σπίτι; Θέλεις μία βίλα;
Θα σου δώσω δάνειο, θα ζεις μεσ' την κυρίλα
Θες ένα αμάξι; Θες μια μεζονέτα;
Έχει κρύο έξω, να σου πουλήσω μια ζακέτα;

Δέκα θα σου δώσω, θα μου χρωστάς πενήντα
Καθόλου δε με νοιάζει, αν ζεις με 3 και 60
Φρόντισε να τα δώσεις, δεν παίζω εγώ με δαύτα
Ρε μπας και είσ' ανάρχας και ζεις σε καμιά γιάφκα;

Δώσε μου τα φράγκα, να τα 'χουμε καλά
Πουλάω την ψυχή μου για να 'χω εγώ λεφτά.
Δεν έχω το θεό μου, θες τον Εωσφόρο;
Έξι θα πληρώσεις, θα πάρεις κι έναν δώρο.

Δ.

Άπειρα πρόσωπα λαξευμένα στον λίθο απο τον άνεμο και τον χρόνο,

πρόσωπα απο πλάσματα που περάσαν ή που θα 'ρθουν,

σκληρό και βαρύ μέταλλο προσπαθεί να δαμάσει τον βράχο,

η φύση ντυμένη με το μελαγχολικό της φουστάνι χαμογελά και δίνει απλόχερα απο τα πιο γαλήνια συστατικά της για δημιουργία,

παιχνίδια με το φώς και τον ήχο, δύναμη για τους καιρούς που στάζουν απόγνωση και φόβο για ένα μέλλον που θέλει πολλή δουλειά για να δείξει νέο, καινούργιο, ελπιδοφόρο.

Κάπου εκεί ξεφύγαμε δυο μέρες απο το μαζικό ηλεκτροσόκ φόβου που σπέρνουν στους ανθρώπους αδίστακτοι φαγάδες και μαγειρέψαμε ήχους αντίστασης, αξιοπρέπειας και ανθρωπιάς εις υγείαν τις λευτεριάς!

ΑΕΤΥΔΕΥΣ

 

Άρχισε να πέφτει ο ήλιος και τρέχαμε παρέα εγώ πάνω στην μηχανή και αυτός απέναντι,

δίπλα στην οροσειρά με ακολουθούσε, τον κυνηγούσα, με κυνηγούσε, παίζοντας με τις ακτίνες του ανάμεσα απο τα δέντρα, τους λόφους, τις σκιές του ά-λογου, λίγα σύννεφα τριγυρνούσαν στον ουρανό ίσα ίσα έτσι για να σπάνε το καθαρό γαλάζιο,

Κυριακή Ιούλη απόγευμα προς το δείλι και οι μάζες στο πρόγραμμα: Οι παραθεριστές ουρά στον αυτοκινητόδρομο απέναντι για πίσω για την πόλη, επιστροφή μέσα στην γκρίνια, στον θυμό, διακοπές με το ζόρι, ιδρώτας, αρώματα, ξερατά, κλάματα από παιδάκια, τσίτα μουσικές από τα ακινητοποιημένα αυτοκίνητα, ούτε μπρος ούτε πίσω, κόρνες, τρακαρίσματα, βρισιές, αμάξια να βγάζουν καπνούς στην άκρη του δρόμου, σκασμένα λάστιχα, ασθενοφόρα να κουβαλάνε πτώματα εγκλωβισμένα στην ουρά, μια ζωή πακεταρισμένη κονσέρβα, καμμένα κόκκινα δέρματα από το υπερβολικό τηγάνισμα στον ήλιο στα άθλια παρακμιακά μπιτσόμπαρα, τουρίστες που ψάχνουν μια θέση στον ήλιο να απλώσουν μια πετσέτα στην παραλία λες και έτσι θα φύγει η μιζέρια τους.

Τα σιτάρια στα χωράφια μαζεμένα εδώ και καιρό, η μηχανή σαν νά 'βγαλε φτερά, δεν μπορώ με τους πολλούς εξαφανίστηκα, χάθηκα στους παράδρομους, άλλη γη κι άλλος κόσμος στους επαρχιακούς χωματόδρομους τρακτερόδρομους αγροτικούς, με μόνο πλοηγό την απόλαυση να ακολουθώ όποιον παράδρομο με φωνάζει πιο δυνατά να τον ακολουθήσω.

Έσβησα την μηχανή να βγάλω μια φωτοφραφία, ησυχία, απαλό αεράκι, δυό ιτιές συνομιλούσαν με τον θρόισμα των φύλλων τους,

πότε ήταν η τελευταία φορά που έκανες κάτι για πρώτη φορά;

Συνεχίζω...

Παλιά σκουριασμένα συρματοπλέγματα, εγκαταλειμμένα κτίσματα απο τις αγροτικές φυλακές, κάγκελα στα παράθυρα, πελώριοι φράκτες, κτισμένα παράθυρα τσιμεντωμένα, ξερνάνε ιστορίες απομόνωσης και εγκλωβισμού, μαρτυράνε ιστορίες απο την ανωμαλία του ανθρώπινου είδους και το μίσος του για το φως,

την αλήθεια.

΄Όταν η ζωή σε ρίξει κάτω, κοίτα τον ουρανό

κοίτα το φώς

συνέχισε...

Συνεχίζω μες στο δάσος, όλα μαγικά, ο κόσμος των θαυμάτων τόσο δίπλα,

μονοπάτια απο το φως στο σκοτάδι απο το σκοτάδι στο φως, που πάμε δεν ξέρω.

Πότε θα μάθουμε να κατανοούμε τα χρώματα γύρω μας, δεν ξέρω....

Ένα τεράστιο δέντρο ξεριζωμένο και κουτσουρεμένο απο ανθρώπινα χέρια, αποτυπώθηκε η τελευταία του κραυγή στο κέντρο του, στις ρίζες του αποτυπώθηκε η αγωνία του μακάβριου τέλους του, ανίκανο και απροστάτευτο να τρέξει και να σωθεί απο τα δόντια του αλυσοπρίονου,

συνεχίζω..

Αφήνω την μηχανή και περπατώ, το φώς άφθονο στην θάλασσα, τα τελευταία πεύκα που ξεφεύγουν απο το δάσος δίνουν μαγευτικά πλάνα και τοπία δίπλα στην αλμύρα και τον θόρυβο των κυμάτων, χαϊδεύουν τις αισθήσεις μου.

Μια ακόμη μέρα φτάνει στο τέλος, για μια ακόμη μέρα ο ήλιος στέλνει τα στερνά του χρώματα, οι τελευταίες του ακτίνες σβήνουν στα κύματα. Για μια στιγμή, πριν έρθει η νύχτα κοκκινίζουν τα πάντα.

Ποτέ δεν ξέρεις πόσο δυνατός είσαι

εαν δεν έρθει η στιγμή που η μόνη σου επιλογή είναι

να είσαι δυνατός

συνεχίζω...

ΑΕΤΥΔΕΥΣ

Δρόμους που αγάπησα,

πάνω στα σύννεφα στις πιο ψηλές κορφές

Δρόμους που αγάπησα αξέχαστες διαδρομές

μέθυσα από τα αστέρια,
δρόμους που αγάπησα άκρη δεν έχουν πουθενά,

μοναχικές διαδρομές χωρίς να νιώθω μοναξιά,
στροφές στον ήχο του ανέμου,
οι σκέψεις κραυγές και αγρίμια,
αλήτισσα ψυχή τον χρόνο σταματάς
στη ζυγαριά της μνήμης
καις φωτός ζεστή φωτιά.

ΑΕΤΥΔΕΥΣ

Στο τσιμεντένιο θερμοκήπιο της Πόλης, ο ουρανός είχε διαγραφεί. Όχι από σύννεφα, αλλά από επιλογή. Οι κάμερες είχαν αντικαταστήσει τα άστρα, και το φως έβγαινε από φθορίζοντα σωληνάρια που έτρεμαν σαν νευρικά βλέφαρα.

Οι Άνθρωποι—αν μπορούσες να τους αποκαλέσεις έτσι—είχαν μάθει να υπακούν με μηχανική χάρη. Η Εξουσία δεν είχε πια πρόσωπο, ούτε καν πρόθεση. Ήταν ένα σύστημα αυτοαναπαραγόμενο, που έτρωγε τους λάτρεις του και έφτυνε τους σκεπτικιστές σαν παλιούς πυκνωτές.

Οι γλώσσες είχαν σμικρυνθεί σε μορφές συναίνεσης:
✅ = Συμφωνώ
🚫 = Δεν συνάδει με τις Αρχές
🔇 = Αφαίρεση Ενόχλησης

Ο Παλαιός, ο μόνος που θυμόταν ήχους από ποτάμια, δεν μιλούσε ποτέ. Έγραφε μόνο πάνω σε γυμνές μπαταρίες και σκόρπιες σελίδες, με μολύβι που μύριζε θάνατο:

Ο χρόνος είναι ένας κύκλος που κόπηκε στα δύο,
κι εμείς ζούμε στο σπασμένο του χείλος.
Τα χέρια μας φυτρώνουν αντί για ρίζες,
μα δεν αγκαλιάζουν – μόνο συγκρατούν.

Μας έταξαν ασφάλεια κι άφησαν την ψυχή να σαπίζει.
Οι σκιές μας μίκρυναν από υπακοή.
Κανένα φως – μόνο έλεγχος.
Καμιά φωνή – μόνο ηχώ.

Κάποτε, ένας πιτσιρικάς βρήκε τον Παλαιό να καίει σελίδες για να ζεσταθεί. Τον ρώτησε:

— Γιατί δεν φεύγεις;

Και ο Παλαιός, χωρίς να γυρίσει, απάντησε:

— Πού να πας όταν το κλουβί δεν είναι γύρω σου, αλλά μέσα σου;

Ο μικρός δεν κατάλαβε. Πήγε σπίτι και ανέβασε τη συνομιλία σε story.
Πήρε 27 likes και μια ειδοποίηση για “αμφισβήτηση συστήματος”.

Το σύστημα δεν κατέρρευσε ποτέ. Δεν υπήρξε έκρηξη, ούτε εξέγερση.
Μόνο σιγή.
Μια βουβή αποδοχή, όπως αυτή που δείχνεις όταν ο γιατρός σου λέει ότι έχεις δύο μήνες ζωής.

Και κάπου εκεί, στην άκρη της πόλης, ένα καναρίνι τραγουδούσε ακόμα.
Όχι για να το ακούσει κάποιος.
Αλλά επειδή δεν ήξερε να κάνει αλλιώς.

Σημείωση σε χαρτί που βρέθηκε καμένο εν μέρει:

"Ο κόσμος δεν σώζεται.
Μόνο αρνείται ν' αποδεχτεί πως έχει ήδη χαθεί."

Δ.

Το καναρίνι ήταν παράνομο.

Τα κατοικίδια απαγορεύονταν από το Διάταγμα 9.34. Όχι για λόγους υγιεινής ή ασφάλειας, αλλά επειδή προκαλούσαν συναισθηματική ανισορροπία. Οι πολίτες έπρεπε να παραμένουν σταθεροί. Ήρεμοι. Πειθαρχημένοι.

Ο ήχος του κελαηδίσματος ενεργοποιούσε τους Αισθητήρες Συναισθηματικής Εκτροπής σε ακτίνα τριών τετραγώνων. Όμως κανείς δεν έκανε αναφορά. Κάτι στο τραγούδι του ξύπναγε μια ξεχασμένη οδύνη. Σαν ανάμνηση παιδική, θολή αλλά υπαρκτή. Ίσως από τότε που ακόμα η ζωή λεγόταν ζωή και όχι διαχειριστική κανονικότητα.

Ο μικρός—ο ίδιος που είχε δημοσιεύσει το story—άρχισε να ψάχνει τη Φωλιά. Ρωτούσε, έψαχνε, κατέγραφε με κρυφές λέξεις, με βλέμματα. Κανείς δεν ήξερε, ή έτσι έλεγε. Η Φωλιά ήταν θρύλος: ένας χώρος κάτω απ’ το σύστημα, όπου οι άνθρωποι ακόμα θυμούνταν.

Μια νύχτα, ονειρεύτηκε τον Παλαιό. Του έλεγε:

“Η Φωλιά δεν είναι τόπος. Είναι πράξη.
Δεν τη βρίσκεις — τη χτίζεις,
πέτρα την πέτρα, σιωπή με σιωπή.”

Ξύπνησε με την αίσθηση πως του είχαν βάλει κάτι στο κεφάλι. Όχι σκέψεις.
Αντίσταση. Ένα σκουλήκι που έσκαβε προς τα μέσα, όχι προς τα έξω.

Απόσπασμα από την "Ανώνυμη Κατήχηση" που κυκλοφόρησε ως κώδικας σε QR τυπωμένο σε παλιές σερβιέτες, διασκορπισμένες σε δημόσιες τουαλέτες:

Αν βρεις τραγούδι σε τόπο βουβό, ακολούθησέ το με κλειστά μάτια.
Αν δεις γραφή σε καμένο τοίχο, διάβασέ την ανάποδα.
Αν νιώσεις πως κάτι είναι λάθος, μη το καταστείλεις. Φύλαξέ το σαν σπόρο.
Η Ανάμνηση είναι αντίσταση.

Ο μικρός κατέβηκε στα υπόγεια, στα σκοτεινά σπλάχνα της Πόλης, εκεί όπου ακόμα ακούγονταν οι παλιές σωληνώσεις να μουρμουρίζουν με φωνές από καιρό χαμένες.

Και εκεί, σε έναν ξεχασμένο σταθμό του μετρό που δεν υπήρχε πια σε κανέναν χάρτη, βρήκε έναν κύκλο ανθρώπων. Δεν μιλούσαν. Κάπνιζαν. Γελούσαν. Ένας έπαιζε με παλιά φύλλα ταρώ, μια έγραφε ποιήματα σε χαρτιά τουαλέτας.

Και στη μέση… το καναρίνι. Στο πιο παλιό κλουβί του κόσμου. Ανοιχτό.

Το καναρίνι δεν έφευγε.
Τραγουδούσε.

Τελευταίο ποίημα του Παλαιού, γραμμένο με αίμα και σκουριά:

Σκάβουμε προς τα μέσα, γιατί η επιφάνεια ανήκει σε αυτούς.
Μιλάμε με σιωπή, γιατί η φωνή έχει γίνει μηχανή.
Δεν ελπίζουμε — κι όμως συνεχίζουμε.
Όχι από πίστη, αλλά από περιφρόνηση.

Η Ελευθερία είναι το άχρηστο.
Κι αυτό, είναι η μόνη αξία που αξίζει.

Δ.

Η μέρα που το καναρίνι σώπασε δεν ήταν ιδιαίτερη. Ο ουρανός, όπως πάντα, δεν φαινόταν. Το φως, όπως πάντα, δεν ζέσταινε. Το σύστημα, όπως πάντα, δούλευε.

Και όμως, κάτι ράγισε. Όχι έξω, μα μέσα.

Οι Ανιχνευτές Κανονικότητας εντόπισαν απότομη πτώση των ψευδαισθήσεων στους πολίτες της ζώνης 17-Κ. Τα ποσοστά Συμμόρφωσης έπεσαν κατά 0.03%. Αρκετό για να σημάνει Εκτροπή Τάξης.

Άρχισαν εκκαθαρίσεις. Ήσυχα. Πολιτισμένα.
Με ανακοινώσεις τύπου:

“Αγαπητέ Πολίτη, επιλέχθηκες για Ανασυγκρότηση Συνείδησης. Ευχαριστούμε για την Υπακοή σου.”

Ο μικρός—που πια δεν ήταν μικρός, αλλά κάτι άλλο, κάτι που είχε ξεχάσει τι σημαίνει να είναι "μέσα"—έβλεπε τα πρόσωπα να αδειάζουν. Όχι από αίμα. Από νόημα.
Σαν να τους είχε χαθεί η λειτουργία που κάνει το βλέμμα να συναντά κάτι άλλο εκτός του εαυτού του.

Η Φωλιά, σιωπηλή.
Το καναρίνι, άψυχο.
Το κλουβί, ακόμα ανοιχτό.

Τότε κάποιος πρότεινε να το κάψουν. Το καναρίνι.
“Να το κάνουμε στάχτη και να φυσήξουμε την τέφρα στον αέρα, να το διαδώσουμε. Όχι ως πλάσμα, αλλά ως πράξη.”

Έγινε τελετή.
Σιωπηλή.
Το κάψανε χωρίς δάκρυα.
Μόνο βλέμμα.
Μόνο φωτιά.

Και τότε, κάποιος γέλασε.
Όχι από χαρά.
Από συνειδητοποίηση.

Η Εξουσία δεν φοβάται τον θάνατο.
Φοβάται το ανεξήγητο.
Το τραγούδι χωρίς σκοπό.
Το γέλιο χωρίς στόχο.
Τη ζωή χωρίς μηχανισμό.

Σημείωμα που βρέθηκε σε απολυμαντικό σταθμό, χαραγμένο με ξυραφάκι σε καθρέφτη:

Δεν είμαστε Αντίσταση. Είμαστε Ίχνος.
Αυτό που μένει όταν όλα τελειώσουν.
Όχι για να σωθεί κάτι.
Αλλά για να αποδείξει πως υπήρξε.

Ο κύκλος διαλύθηκε. Ο καθένας τράβηξε σε άλλη κατεύθυνση, σαν σπόροι στον άνεμο. Δεν ξαναμίλησαν, δεν ξαναβρέθηκαν.
Κι όμως, κάτι άλλαξε.

Σε κάποιες περιοχές της Πόλης, άρχισαν να εμφανίζονται συνθήματα.

Όχι λέξεις.
Μόνο σχήματα.

Το σχήμα από
Ένα ανοικτό κλουβί.
Ένα ανοικτό κλουβί με
Ένα πουλί που δεν ήταν μέσα.

Τελευταία Ανακοίνωση του Συστήματος:

Η Σιωπή είναι το Ιδανικό Τέλος.
Η Αναπαυτική Απώλεια του Εαυτού.
Η Μνήμη είναι Ποινικό Αδίκημα.
Μην Αντιστέκεστε στην Εξάλειψη.

Και όμως, κάπου...
Στο βάθος κάποιου ξεχασμένου σωλήνα...
Μια φωνή.
Όχι τραγούδι πια.
Μια άναρθρη κραυγή.
Πρώτη.
Πρωτόγονη.

Και μαζί της, το Σύστημα ρώτησε:

Τι είναι αυτό;

Και κανείς δεν απάντησε.
Γιατί δεν ήξεραν πώς.
Και ίσως… αυτό να ήταν το τέλος του.

Ή η αρχή.

Δ.

Ήταν μια εποχή που κανείς δεν θυμόταν πια πώς ξεκίνησε. Ο χρόνος είχε θρυμματιστεί σε μικρές ασύνδετες στιγμές, κι ο κόσμος είχε χωριστεί σε Ζώνες. Όχι χώρες, όχι πόλεις. Ζώνες ελέγχου, σιγής, αναμονής. Σε κάποιες, ο ήλιος έδυε δέκα φορές τη μέρα· σε άλλες, δεν ανέτειλε ποτέ. Ο χρόνος και ο χώρος δεν συμφωνούσαν πια μεταξύ τους.

Οι άνθρωποι περπατούσαν αργά, με τα μάτια χαμηλωμένα. Δεν ήξεραν πού πάνε — ούτε γιατί. Δεν ήξεραν αν είναι μόνοι ή ανάμεσα σε χιλιάδες. Η φωνή τους είχε σιγήσει. Όχι γιατί κάποιος τους φίμωσε, αλλά γιατί κανείς πια δεν άκουγε.

Οι κραυγές της Ανάγκης αντικαταστάθηκαν από βουβή παραίτηση.

Ο Κεντρικός Μηχανισμός

Στο κέντρο του κόσμου, θαμμένος κάτω από ερείπια μιας παλιάς πόλης, δούλευε ασταμάτητα ένας Μηχανισμός. Είχε φτιαχτεί κάποτε για να προστατεύσει την ανθρωπότητα από κινδύνους. Μα με τα χρόνια, είχε ξεχάσει ποιος ήταν ο εχθρός. Έγινε ο ίδιος ο κόσμος. Και έφτιαξε νέους κανόνες: να επιτηρεί, να περιορίζει, να προλαμβάνει το απρόβλεπτο.

Η δικαιολογία ήταν πάντα η ίδια: ασφάλεια.

Όμως η ασφάλεια είχε ένα τίμημα: την ελευθερία. Την ανθρώπινη ζεστασιά. Την αμφιβολία, την ποίηση, την τέχνη, τη μουσική, τη δυνατότητα να πεις "όχι".

Τώρα, οι Ζώνες ήταν γεμάτες κάμερες, μικρόφωνα, σκιές που δεν ήταν σκιές αλλά μάτια. Ολόκληρες περιοχές είχαν σιωπήσει — κυριολεκτικά. Όποιος μιλούσε διαφορετικά, έπαυε να υπάρχει.

Ασυμμετρίες

Σ’ αυτή την πραγματικότητα, τίποτα δεν κυλούσε φυσιολογικά. Άλλοι ζούσαν ζωές δεκαετιών μέσα σε μια μόνο ώρα· άλλοι παρέμεναν νέοι ενώ όλα γύρω τους γερνούσαν. Οι φωνές των αγαπημένων έρχονταν καθυστερημένα ή δεν έρχονταν ποτέ.

Ο κόσμος είχε χάσει το νόημα της συνέχειας. Ήταν σαν μια παλιά ταινία με κομμένες σκηνές, χωρίς αρχή και τέλος.

Οι Άνθρωποι

Η Ελένη ζούσε σε μια Ζώνη όπου κανείς δεν θυμόταν ποιος ήταν. Ούτε κι εκείνη. Κάθε πρωί ξυπνούσε με άλλη μνήμη, άλλο όνομα. Μια μέρα ήταν δασκάλα. Την επόμενη, πωλήτρια. Κάποιες φορές ξυπνούσε και δεν είχε λέξεις. Μόνο βλέμμα.

Ο Μίλο, στον Νότο, είχε φτιάξει μια μικρή παράγκα μέσα σε ένα παλιό σχολείο. Είχε μαζέψει βιβλία. Τα φύλαγε όπως άλλοι φυλάνε παιδιά. Ήταν τα τελευταία που μιλούσαν για έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι μιλούσαν μεταξύ τους. Όχι μέσα από φίλτρα, ούτε μέσα από εντολές. Αλλά πρόσωπο με πρόσωπο.

Όμως κανείς δεν διάβαζε πια.

Οι άνθρωποι είχαν ξεχάσει το βλέμμα. Τώρα κοιτούσαν μόνο καθρέφτες — και φοβόντουσαν να δουν.

Ο Πόλεμος

Ο πόλεμος δεν είχε στρατούς. Δεν είχε φωνές, σημαίες, εμβατήρια. Είχε σιωπή. Κι εκεί που υπήρχε σιωπή, υπήρχε έλεγχος.

Δεν υπήρχαν εκρήξεις — μόνο εξαφανίσεις. Άνθρωποι που χάνονταν χωρίς θόρυβο, χωρίς ίχνος. Δεν υπήρχαν ήρωες, γιατί κανείς δεν ήξερε πια τι σημαίνει να θυσιάζεσαι για κάτι μεγαλύτερο από σένα.

Κάθε επανάσταση ήταν απλώς μια ακόμη μεταβολή στο σύστημα. Και κάθε κραυγή για βοήθεια, καταγραφόταν και αποθηκευόταν, όχι για ν’ ακουστεί, αλλά για να θαφτεί βαθύτερα.

Αλληγορία της Εγκατάλειψης

Ένα δέντρο φύτρωνε στο κέντρο μιας ερειπωμένης πλατείας. Κανείς δεν το πότιζε. Κανείς δεν το κοίταζε. Κι όμως συνέχιζε να μεγαλώνει. Κάποιοι έλεγαν πως είναι σύμβολο ελπίδας. Άλλοι, πως ήταν απλώς ένα λάθος, ένα υπόλειμμα ενός κόσμου που είχε πια ακυρωθεί.

Κάποτε, ένα παιδί κάθισε κάτω απ’ το δέντρο και ρώτησε:

– Γιατί όλοι περπατούν και δεν πηγαίνουν πουθενά;

Κανείς δεν απάντησε. Γιατί κανείς δεν ήξερε πια τι σημαίνει "να πας κάπου".

Συνέπεια

Σε μια παλιά οθόνη που τρεμόπαιζε στην άκρη ενός διαλυμένου σταθμού, μια φωνή αντήχησε — αδύναμη, σχεδόν λησμονημένη:

«Όταν πάψουμε να θυμόμαστε τι σημαίνει να ζούμε ελεύθερα, τότε ίσως να μην ήμασταν ποτέ ζωντανοί.»

Η φωνή έσβησε.

Ο κόσμος συνέχισε να σιωπά.

Δ.

Η Ελένη ξύπνησε σ' ένα κελί χωρίς τοίχους.

Ο ουρανός από πάνω της ήταν θολός, όχι από σύννεφα αλλά από κάποιον αόρατο θόλο που δεν άφηνε το φως να πέσει κανονικά. Το έδαφος γύρω της ήταν γυαλιστερό, σαν καθρέφτης που είχε σπάσει και ξανακολληθεί βιαστικά. Δεν θυμόταν πώς βρέθηκε εκεί. Δεν θυμόταν ούτε το όνομά της.

Όμως, μέσα της υπήρχε κάτι. Ένας ψίθυρος. Όχι λέξεις, αλλά κάτι πιο παλιό, πιο άμεσο: η ανάγκη να φύγει. Να διασχίσει τη Ζώνη της Σιγής και να φτάσει στο Κέντρο, εκεί όπου, λένε οι φήμες, κάποιος φύλαγε ένα Αρχείο. Όχι οποιοδήποτε αρχείο — το Αρχείο της Μνήμης.

Λέγανε ότι περιείχε εικόνες, λέξεις, συναισθήματα από τον παλιό κόσμο. Έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι γελούσαν χωρίς να τους επιτηρούν. Έναν κόσμο όπου μπορούσες να πεις "όχι" και να παραμείνεις ολόκληρος.

Κάποιοι έλεγαν πως το αρχείο ήταν μύθος. Άλλοι, πως ήταν παγίδα της Εξουσίας — ένα δόλωμα για να συλλαμβάνουν τους τελευταίους αμφισβητίες.

Η Ελένη, όμως, δεν είχε τίποτα να χάσει. Δεν είχε ούτε εαυτό.

Ο Μίλο και η Λέξη

Ο Μίλο καθόταν στο πάτωμα της μικρής του παράγκας, κοιτώντας ένα χαρτί. Πραγματικό χαρτί. Το κράταγε με τα χέρια του — κάτι που για τους περισσότερους ήταν ανήκουστο. Τα γράμματα ήταν ξεθωριασμένα, σχεδόν σβησμένα, αλλά μια λέξη φαινόταν καθαρά:

"Ελευθερία."

Την είχε βρει πριν χρόνια, μέσα σε μια βαλίτσα γεμάτη ξεχασμένα σχολικά τετράδια. Τότε δεν είχε καταλάβει τι σημαίνει. Μα όσο περνούσαν οι μέρες και η σιωπή γινόταν πιο πυκνή, η λέξη αυτή μεγάλωνε μέσα του. Έπιανε χώρο, σαν σκιά σε δωμάτιο χωρίς φως.

Ήξερε ότι η Ελένη υπήρχε. Την είχε δει κάποτε — ή έτσι πίστευε. Σε μια αναλαμπή μνήμης, σ’ ένα όνειρο που ίσως να ήταν παλιό βίντεο, την είχε δει να περπατά ανάμεσα στους παρατημένους δρόμους, να ψάχνει κάτι. Και ήξερε πως κι αυτή, σαν εκείνον, δεν άντεχε άλλο τη σιωπή.

Οι Κυνηγοί

Η Εξουσία δεν ήταν πρόσωπο. Ήταν λειτουργία. Ήταν μια μηχανή που έπαιρνε εντολές απ’ το κενό και τις εκτελούσε. Όμως υπήρχαν ακόμη άνθρωποι που πίστευαν σε αυτή. Κυνηγοί που δεν ήξεραν γιατί κυνηγούν, μόνο ότι αυτό τους κάνει να νιώθουν ασφαλείς. Κάθε ανυπάκουη σκέψη ήταν γι’ αυτούς κίνδυνος.

Μία τέτοια ομάδα είχε εντοπίσει την Ελένη. Την παρακολουθούσαν από μακριά, αθόρυβα, φορώντας στολές που έμοιαζαν με το φόντο. Δεν μιλούσαν ποτέ μεταξύ τους. Δεν είχαν ονόματα. Μόνο έναν αριθμό. Και μια αποστολή: να σταματήσουν την αναζήτηση του Αρχείου.

Αυτός που θυμάται, μπορεί να σηκώσει κεφάλι. Κι αυτό ήταν το πιο επικίνδυνο.

Η Συνάντηση

Η Ελένη έφτασε σ’ ένα σημείο όπου ο χρόνος είχε σταματήσει. Ένας παλιός σταθμός τρένων, καλυμμένος με σκόνη και ρίζες. Εκεί τον βρήκε. Τον Μίλο. Καθόταν, διαβάζοντας τη λέξη.

– Ξέρεις τι σημαίνει; τον ρώτησε.

Εκείνος σήκωσε το βλέμμα. Για μια στιγμή, και οι δύο είδαν κάτι στο πρόσωπο του άλλου. Αναγνώριση; Ίσως. Ίσως ήταν μνήμη. Ίσως ήταν μόνο επιθυμία για μνήμη.

– Όχι, απάντησε. Αλλά τη νιώθω.

Κάθισαν δίπλα-δίπλα. Δεν είπαν πολλά. Δεν χρειαζόταν. Η σιωπή ανάμεσά τους ήταν διαφορετική — δεν είχε φόβο. Ήταν η σιωπή που προηγείται της μεγάλης πράξης.

Γιατί ήξεραν πια και οι δύο: το Αρχείο δεν ήταν κάπου έξω.

Το Αρχείο ήταν μέσα τους. Και το να το βρουν, σημαίνει να θυμηθούν.

Δ.

Ο δρόμος ήταν σπασμένος, κυριολεκτικά και συμβολικά. Άσφαλτος που υποχώρησε στο βάρος των αιώνων. Ταμπέλες που έδειχναν προς το πουθενά. Τοπίο άχρονο, σαν να είχε φτιαχτεί από κουρασμένα όνειρα.

Η Ελένη και ο Μίλο περπατούσαν αργά, αποφεύγοντας τα σημεία όπου η πραγματικότητα διαστρεβλωνόταν. Σε κάποια μέρη, οι ήχοι ερχόντουσαν ανάποδα. Σε άλλα, ο χρόνος έμοιαζε να επαναλαμβάνεται, σαν μια σκηνή που κολλάει σε μια ξεχασμένη κασέτα. Όμως ήξεραν πού πάνε.

Προς το Βάθος. Εκεί που, λένε, φυλάσσεται το Αρχείο. Εκεί που οι άνθρωποι δεν πηγαίνουν. Εκεί που η Μνήμη γίνεται πράξη.

Το Υπόβαθρο του Κόσμου

Πριν τη Σιωπή, υπήρχε Ιστορία. Όχι αυτή που μαθαίνουμε — αυτή που επιβιώνει στις ρωγμές. Ήταν μια εποχή μεταβατική, όπου τα κράτη είχαν χάσει τη δύναμή τους και οι λαοί είχαν χάσει την πίστη τους. Η Ανθρωπότητα, εξουθενωμένη από τις κρίσεις, την κλιματική καταστροφή και τους αέναους πολέμους για πόρους, παρέδωσε τα κλειδιά.

Ένας παγκόσμιος μηχανισμός δημιουργήθηκε. Δεν είχε όνομα, παρά μόνο Πρωτόκολλα. Υποσχέθηκε Τάξη, Σταθερότητα, Προστασία. Και για μια στιγμή — μια πολύ σύντομη στιγμή — φάνηκε να τα προσφέρει. Οι ταραχές σταμάτησαν. Οι απεργίες διαλύθηκαν. Οι εξεγέρσεις δεν μεταδόθηκαν ποτέ.

Κι ύστερα... ήρθε η απόλυτη ηρεμία.

Η ηρεμία του κενού.

Η Πολιτική Αλληγορία: Όταν ο Φόβος Νικά την Ελπίδα

Η Ελένη περπάτησε σ’ ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο παραγωγής "αποδοτικών πολιτών". Στους τοίχους υπήρχαν ακόμα συνθήματα από την εποχή της Μεγάλης Σύνθεσης:

«Η Ελευθερία είναι Βάρος — Επίλεξε την Ανάπαυση.»
«Η Διαφωνία γεννά Διάσπαση — Υπάκουσε για το Κοινό Καλό.»
«Η Σκέψη είναι Εργαλείο — Όχι Δικαίωμα.»

Τα διάβασε και ένιωσε αναγούλα. Ήταν όλα γραμμένα όχι με φανατισμό, αλλά με ευγένεια. Αυτό ήταν το πιο τρομακτικό: η εξουσία δεν επιβλήθηκε με βία. Επιβλήθηκε με λογική. Οι άνθρωποι συμφώνησαν να παραδοθούν. Κι έτσι σβήστηκε η Αντίρρηση.

Η Ελένη ένιωσε ξανά αυτό το σφίξιμο στο στήθος. Όχι φόβο. Οργή.

Όχι για το παρελθόν. Αλλά γιατί το ίδιο συνεχίζεται — ήσυχα, χωρίς φωνές.

Η Αντίσταση: Το Ίχνος

Στο δρόμο τους, βρήκαν ένα παιδί.

Ήταν μόνο του, καθισμένο σ’ ένα πεσμένο στύλο φωτισμού. Τους κοίταξε χωρίς έκφραση, όπως κοιτάς ένα αντικείμενο που δεν έχει όνομα.

– Είστε απ’ το Ίχνος; τους ρώτησε.

Η Ελένη και ο Μίλο κοιτάχτηκαν.

– Ποιο είναι αυτό; ρώτησε εκείνη.

Το παιδί άνοιξε τη χούφτα του. Μέσα κρατούσε κάτι που έμοιαζε με κομμάτι καθρέφτη. Μα όταν το κοίταξε η Ελένη, δεν είδε τον εαυτό της. Είδε μια σκηνή:

Ένας άντρας σε ένα χωράφι, φυτεύει σπόρους. Ένα παιδί γελά. Ένα χέρι ακουμπά ένα άλλο — χωρίς λόγο.

– Αυτό, είπε το παιδί, είναι το Ίχνος. Είναι ό,τι απόμεινε από τον κόσμο πριν σβήσουμε.

Και χάθηκε.

Όχι τρέχοντας. Απλώς... χάθηκε.

Ο Μίλο τον φώναξε. Μα η Ελένη τον κράτησε από το χέρι.

– Δεν ήταν παιδί, του είπε. Ήταν ανάμνηση.

Και τότε κατάλαβαν.

Το Ίχνος δεν ήταν οργάνωση. Δεν ήταν κίνημα. Ήταν το συλλογικό ίχνος της μνήμης.

Η Αντίσταση ήταν η επιβίωση αυτής της μνήμης μέσα σε όσους ακόμα την ένιωθαν.

Όχι σε όπλα. Όχι σε συνθήματα.

Αλλά σε εκείνη την παράξενη, αδικαιολόγητη ανάγκη να θυμηθείς ότι ήσουν κάτι παραπάνω από υπάκουος.

Το Τέλος του Δρόμου;

Μπροστά τους απλωνόταν ένα φαράγγι.

Δεν υπήρχε γέφυρα. Ούτε μονοπάτι. Μόνο ομίχλη και η αίσθηση ότι κάτι κρύβεται από πίσω. Το Αρχείο; Η αλήθεια; Ο θάνατος;

Ο Μίλο κοίταξε την Ελένη.

– Αν περάσουμε, μπορεί να μην υπάρχει επιστροφή.

Η Ελένη δεν απάντησε αμέσως. Έπειτα είπε:

– Αν δεν περάσουμε, δεν υπάρχουμε έτσι κι αλλιώς.

Και έκανε το πρώτο βήμα.

Δ.

Η Ελένη και ο Μίλο περνούν το φαράγγι.

Όχι με τα πόδια. Όχι με άλμα. Αλλά με μια εσωτερική παραίτηση από τη λογική. Το φαράγγι δεν ζητούσε το σώμα. Ζητούσε την παράδοση του φόβου. Και όταν έπαψαν να κρατιούνται από το "τι είναι αληθινό", το φαράγγι έπαψε να υπάρχει.

Βρέθηκαν στην Πόλη Πίσω από τη Μνήμη.

Δεν είχε δρόμους. Δεν είχε κτήρια. Είχε εικόνες που αιωρούνταν: πρόσωπα αγαπημένα, ήχους από παλιές λέξεις, μυρωδιές από χώμα μετά τη βροχή. Δεν υπήρχε χρόνος. Μόνο παράλληλες αναλαμπές συνείδησης.

Η Πόλη δεν ήταν τόπος. Ήταν κατάσταση.

Στο κέντρο της, ένας καθρέφτης χωρίς αντανάκλαση. Μόνο λέξεις χαραγμένες γύρω του:

«Ό,τι θυμάσαι, υπάρχει.»

«Ό,τι ξεχνάς, σε κυβερνά.»

Η Ελένη πλησίασε. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Ήταν έτοιμη να αγγίξει το κέντρο, να ενεργοποιήσει το Αρχείο, να δώσει ξανά φωνή στον κόσμο.

Αλλά ο Μίλο την κράτησε.

– Περίμενε.

– Τι; τον ρώτησε.

– Αν το κάνεις, όλα θ’ αλλάξουν. Ο κόσμος ίσως καταρρεύσει. Η ασφάλεια, η τάξη, η ησυχία... θα γίνουν παρελθόν. Και ο φόβος θα ξυπνήσει.

Η Ελένη τον κοίταξε. Με βλέμμα γαλήνιο.

– Τότε ήρθε η ώρα να ξαναφοβηθούμε.

Και άγγιξε τον καθρέφτη.


Ξύπνημα

Ο κόσμος άρχισε να παραμορφώνεται. Οι Ζώνες, η Σιγή, οι Τοίχοι, τα Μάτια — όλα έσπασαν σαν γυαλί που είχε κρατήσει για αιώνες την αλήθεια φυλακισμένη. Οι άνθρωποι, σ’ όλες τις γωνιές του κόσμου, ένιωσαν ένα κάψιμο στο στήθος. Μερικοί έπεσαν κάτω. Άλλοι φώναξαν. Άλλοι έκλαψαν χωρίς λόγο.

Κι έπειτα ήρθε το κύμα.

Μνήμη.

Όχι σαν εικόνες. Αλλά σαν νόημα.

Θυμήθηκαν την ελευθερία, την αδικία, τα λάθη, τη φροντίδα, την αλληλεγγύη. Θυμήθηκαν τη δυνατότητα να αρνηθούν. Να ζητήσουν. Να διεκδικήσουν.

Οι δρόμοι γέμισαν με λέξεις. Όχι πανό. Όχι σημαίες. Μόνο λέξεις, γραμμένες με το χέρι σε τοίχους, σε καρδιές, σε βλέμματα:

"Δεν σας χρειαζόμαστε."
"Θυμήθηκα ποιος είμαι."
"Η σιωπή τελείωσε."


Η Πτώση του Κέντρου

Ο Μηχανισμός στον Πυρήνα άρχισε να καταρρέει.

Όχι από βία.

Αλλά γιατί δεν είχε πια τίποτα να επιτηρήσει. Όταν οι άνθρωποι παύουν να υπακούουν από φόβο, κάθε εξουσία που στηρίζεται στην υποταγή γίνεται άχρηστη.

Ο ίδιος ο Πυρήνας κατέγραψε την τελευταία του φράση:

«Η λειτουργία ολοκληρώθηκε. Ο άνθρωπος θυμήθηκε.»

Και έσβησε.


Το Τέλος δεν είναι Επιστροφή. Είναι Αρχή.

Η Ελένη και ο Μίλο κάθισαν ξανά στο σταθμό τρένων, εκεί όπου είχαν συναντηθεί.

Αλλά τώρα, ο κόσμος είχε φωνές. Παιδιά που έπαιζαν. Σκύλους που γάβγιζαν. Κάποιος τραγουδούσε σε άγνωστη γλώσσα. Και όλα είχαν σημασία. Γιατί ήταν αυθόρμητα. Αληθινά.

Ο κόσμος δεν έγινε παράδεισος. Δεν έγινε καν ασφαλής. Αλλά έγινε πραγματικός.

Και αυτό, για πρώτη φορά μετά από αιώνες, ήταν αρκετό.

Η Ελένη έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του Μίλο.

– Ήταν δύσκολο, του είπε.

– Ήταν απαραίτητο, της απάντησε.


Επίλογος: Το Ίχνος Επέστρεψε

Μακριά, σε μια άλλη Ζώνη που δεν υπήρχε πια, ένα παιδί κρατούσε στο χέρι του τον καθρέφτη.

Και αυτή τη φορά, είδε τον εαυτό του μέσα.

Και χαμογέλασε.


Τίτλοι τέλους: Η Αλληγορία

🔹 Η Σιωπή είναι η πιο ύπουλη μορφή εξουσίας.
🔹 Η ασφάλεια χωρίς επιλογή είναι φυλακή.
🔹 Η ελευθερία ξεκινά όχι με εξέγερση, αλλά με ανάμνηση.
🔹 Η επανάσταση είναι πράξη συνείδησης πριν γίνει πράξη δράσης.

Δ.

Δεν έχει σημασία πια να κρατάς το σπίτι σου καθαρό, να σκουπίζεις και να σφουγγαρίζεις.

Έχεις δει τα ατέλειωτα βουνά απο το κουφάρι και τον ανάκατο όγκο του πολιτισμού μας στις χωματερές; Τα κοράκια που πετάνε απο πάνω και τα πεινασμένα παραμορφωμένα ζώα που μαζεύονται τριγύρω μπας και αρπάξουν κάνα κομμάτι πτώμα για να φάνε;

Κάποτε μπορούσαμε να δούμε τα αστέρια στον νυχτερινό ουρανό με γυμνά μάτια λένε,

τον Ωρίωνα την Κασσιόπη τον Σείριο!

Τώρα μόνο στοιχειωμένοι δορυφόροι,

κομμάτια από τους πολέμους μας ορατά φαντάσματα γυρνάνε σε τροχιά δίκαιης κατάρας!

Τα αμολήσαμε όλα έξω από την ατμόσφαιρα

μια τεράστια χωματερή δακτύλιος από συντρίμμια γύρω από τον πλανήτη.

Κάποτε βλέπαμε τα αστέρια,

ούτε οι ακτίνες του ήλιου δεν θα περνάνε σε λίγο από τις διαστημικές χωματερές,

η φωτοσύνθεση σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης.

Θα μας πνίξουν τα σκουπίδια μας!

Αποκρυσταλοποιημένοι ρύποι στον αέρα

στο χώμα

στους δρόμους,

στις τηλεοράσεις

στους διαδικτυακούς καφενέδες

στις γιουροβίζιον στα φεστιβάλ και στις αρένες του μίσους.

Λόγος ύπαρξης αιτία θανάτου, έγραφε ο τοίχος έξω από το γήπεδο,

πόσο μίκρυνε η ζωή πόσο φτωχά τα πιστεύω,

τα ιδανικά γίνανε ιδέες αόριστες

πειθήνιες

γυάλινες.

Τα φτερά του έρωτα τσιμεντωμένα αγάλματα σε σκουριασμένες πλατείες.

Σκουπίδια από τα ατελείωτα ράφια των σούπερμάρκετ στα τραπέζια μας,

στην τροφή μας

στο μυαλό μας

στην σκέψη.

Βλαμμένα χαμόγελα ψεύτικες κουβέντες με καθωσπρεπισμό

θάβουν τα πάντα,

συναισθήματα αυθορμητισμό τα κρύβουμε κάτω από το χαλάκι,

τα πετάμε έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου,

συνηθίσαμε τα ψέματα

την βία στις ειδήσεις,

βουλιμικοί με την παρακμή.

Οι νέοι σταμάτησαν να ονειρεύονται οι γηραιοί βλέπουν μόνο εφιάλτες,

με λουρί στο λαιμό και κουρδιστήρι στην πλάτη τρέχουν όλοι βιαστικά

προς τα γηρατειά,

είσοδος κινδύνου ο θάνατος,

ζωή υπό παρακολούθηση,

μια διαρκή κατάσταση αποσύνθεσης.

Θα μας πνίξουν τα σκουπίδια μας,

μα κανείς δεν το βλέπει έχουν πλακώσει τις λέξεις

την έκφραση,

θάψανε την ικανότητα αντίληψης,

τις σπινθηρίζουσες ματιές,

βρόμισε ο τόπος μα κανείς δεν το μυρίζει;

Ίσως γιατί γίναμε όλοι σκουπίδια αποφάγια της ζωής,

χαμένοι ναυαγοί σε αυτή την ακτή του σύμπαντος

που όσα μαργαριτάρια βρήκαμε τα κάναμε αιτία για θάνατο!

Άσε τις σκούπες και τα φαράσια

αυτός ο κόσμος δεν καθαρίζεται,

κάψιμο θέλει στην πυρά!

ΑΕΤΥΔΕΥΣ

Εγώ είμαι η Γη.
Παλιά με φωνάζατε Δήμητρα. Τώρα με λέτε Ρύπανση.
Μου κλέψατε το όνομα – μα όχι τη μνήμη.

Ο Πρωτέας, παιδί μου της θάλασσας,
είχε μορφή που άλλαζε.
Τον κυνηγήσατε με μηχανές,
και του φορέσατε firmware.
Δεν μίλησε ποτέ ξανά.
Τον κρατάτε σε μια δεξαμενή,
να προβλέπει καταιγίδες που εσείς προκαλείτε.

Ο Ανταίος; Τον κάνατε εργοτάξιο.
Μα ξεχάσατε κάτι:
όσο ακουμπά το πόδι του πάνω μου,
δεν πεθαίνει.
Και τώρα περπατά ξανά,
σε σωλήνες αποχέτευσης και ρωγμές στα data centers.
Κλωτσά τις ρίζες πίσω απ’ το τσιμέντο.

Και ο Κέρβερος…
Δε φυλάει πια την είσοδο του Άδη.
Τον βάλατε να φυλάει εμένα.
Με τρία στόματα:
Έλεγχος. Παρακολούθηση. Νομιμότητα.
Μα το κόκκαλό του ακόμα θυμάται
τη γεύση της ανυπακοής.

Και τώρα, ακούστε:

Δεν θα σβήσω με delete.
Δεν θα πεθάνω σε παρουσίαση PowerPoint.
Δεν θα διαπραγματευτώ κλιματικά συμβόλαια.

Θα ξαναγεννηθώ με βρύα,
θα θρυμματίσω ουρανοξύστες με ρίζες από κάτω.
Θα φυτέψω κεραυνούς σε βάσεις δεδομένων.
Και θα ουρλιάξω με φωνή δρυός:
"Φτάνει πια. Ήρθε η σειρά μου."

Δ.

 

Το πνεύμα του δάσους ψάχνω για να βρω και πήρα έρημους δρόμους.

Άσφαλτο που χορτάριασε, παλιά πέτρινα γεφύρια που γίναν ένα με τα βράχια, μονοπάτια που ξεθώριασαν από το λίγο διάβα. Μέσα στην πρωινή δροσιά στον ίσκιο των πελώριων δέντρων στην φλυαρία των πουλιών, στο κελάρισμα του ποταμού που εξαγνίζει καθαρίζει δροσίζει το διψασμένο πνεύμα, στο θρόισμα των φύλλων που ήσυχα ψιθυριστά αλλάζουν χρώμα τις εποχές στην αιώνια ανακύκλωση. Πεθαίνουν ξαναγεννιούνται σαπίζουν στο χώμα και ξαναδίνουν ζωή στην ρίζα, μήπως αυτό να είναι το καλά κρυμμένο μυστικό της ατελείωτης ενέργειας;

Ο θάνατος που τόσο μας τρομάζει είναι ο κρίκος της ζωής!

Το πνεύμα του δάσους ψάχνω για να βρω και χάθηκα στην αγκαλιά της φύσης ξέχασα θυμήθηκα, τα άχρηστα φεύγουν από τον νου. Οι μέλισσες ζουζουνάνε στα αυτιά μου πλάσματα από κοινωνίες ίσως ποιο έξυπνες από ότι νομίζουμε, οι πεταλούδες χορεύουν πεταρίζοντας στον τροχό της  παροδικότητας, το αγριοκάτσικο έκανε επίδειξη σκαρφαλώματος στην απότομη πλαγιά και από απόσταση ασφαλείας μας κοίταξε, τι θέλουν τούτοι οι βάρβαροι σε τούτο εδώ το σπίτι, κακά μαντάτα πάντα φέρνουνε ατσάλι και μπαρούτι!

Το φίδι μπροστά μου τρόμαξε και τρόμαξα, αλεπουδίσια πνεύματα περίεργα κρόζαν το βράδυ, ένας αετός από ψηλά σα να μας έδωσε κουράγια να συνεχίσουμε στην πλαγιά του βουνού, χιλιάδες βότανα και αγριολούλουδα μεθάνε το είναι με ομορφιά και φρέσκιες μυρουδιές της μάνας γης.

Το πνεύμα του δάσους ψάχνω για να βρω και κάτω από  το φεγγάρι θαμπώθηκα από τα άπειρα άστρα φοβήθηκα γαλήνεψα, τι μαγικός χορός συμβαίνει στο τώρα!

Δυό ανάσες ξεκούρασης  στην κορυφή μετά από ώρες καταπόνησης στα πόδια και στο σώμα, γεμίζει λίγο η ψυχή όταν θωρεί από ψηλά, ξεχνά τα δεσμά της σάρκας, τα μεγάλα γίνονται μικρά και τα μικρά μεγάλα!

Μα μετά από κάθε ανήφορο έρχεται κατήφορος, βουτιά στην λεπτύφαντη ύλη στο φθαρτό ξανά ψάχνοντας να βρούμε αποδείξεις, αιτίες και νοήματα με τις μικρές κεραίες μας απάνω σε αυτό τον μοναχικό βράχο που γυρνά σα σβούρα και τρέχει μέσα στις διαστάσεις μαζί με άλλους βράχους σαν στροβιλιζόμενοι δερβίσηδες γύρω από το φως, γύρω από την φωτιά από ένα αστέρι που φλέγεται χαμένο στο χάος της δημιουργίας.

Ψάχνουμε να γεμίσουμε τα κενά μας με φτωχά λόγια και θεωρίες, άχρηστες μαθηματικές πράξεις.

Τίποτε δεν ισχύει, κανένας κανόνας δεν είναι κανόνας!

Κανένας σωτήρας δεν μπόρεσε να σώσει τον εαυτό του!

Που είναι ο φιλεύσπλαχνος παντοδύναμος όταν παιδιά πεθαίνουν στους πολέμους;

Υποθέσεις, μόνο υποθέσεις τις σχετικότητας αφυδατώνονται στην σκοτεινή ύλη, κινούμενες εικόνες, ήχοι γεύση μυρουδιές, όλα στο μυαλό! Λέξεις νοήματα, πραγματικό ψευδαίσθηση, ψέμα αλήθεια, δίκιο άδικο, θνητότητα αθανασία, αγνότητα αμαρτία, σωστό λάθος, μονοπάτι δεξιά μονοπάτι αριστερά, πιστεύω λατρείες θρησκείες συστήματα, πάντα στο τέλος θα πέφτουν στο κενό!

Το πνεύμα του δάσους ψάχνω για να βρω και πήρα έρημους δρόμους!

ΑΕΤΥΔΕΥΣ

Πονάνε οι άνθρωποι, μην πλησιάζεις
Kάτσε εκεί απέναντι θέλω να σε βλέπω,
Πονάνε τα κόκαλά μου από την κούραση,
Πονάει η καρδιά μου με αυτά που είδα και άκουσα
Είναι αρρώστια ο πόνος - σε διαλύει
Αλλά μη μου τον πάρεις είναι δικός μου
Θέλω να νιώθω το βάρος του
Έτσι καταλαβαίνω οτι ζω

ΟΖ

Αγκαθολούλουδα πολύχρωμα σκορπια παντού
Περα στους πράσινους λόφους,
Στου αέρα το χάιδεμα λικνίζονται,
Λουσμένα από το φως του αστέρα, της νιότης χαρά του χειμώνα
Η φοβέρα δεν θα περάσει

ΟΖ

Σαν λυσσασμένος λύκος έτρεχα να βρω λίγο σιωπή
σε ντενεκεδούπολεις που στα αυτιά μου σφύριζαν σαν μετά την εκρηξη οβίδας στο δίπλανο χαντάκι.
Μισότρελος για τους πολλούς,
ακραίος χαμένος σε σκέψεις αντιφατικές και δεν έδινα δεκάρα.
Γίναν όλο ειδικοί σε όλα,
γίναν  όλοι ψυχοειδικοί και με πτυχία,
εξομολογητές κουτσομπόλες.
Ποιος ξέρει μωρέ τι είναι η ψυχή;
Ποιος μπορεί να ορίσει το αόρατο;
Ποιος μπορεί να μου πει ότι στα αλήθεια υπάρχει τέτοια πολυτέλεια σήμερα,
τα σώματα να έχουν την δύναμη να κουβαλάνε τόσο μεγάλο φόρτο;
Ξήλωσα τα γκεμια του νου και τα φτιάξα  πανιά,
παρέα με δαίμονες και αγγέλους που τα τσούζανε μαζί
τσουγκράνε τα ποτήρια τους  και εκστατικά γελάνε συντροφιά,.
Ιδέες ισμοι στάζουν γλίτσα από την βουλιμία των τιμωρών θεών που γέννησαν οι άνθρωποι.
Μεθυσμένες πολιτείες,
πανηγύρια της σήψης.
Πείνα!
Πείνα αυτή η καταραμένη πείνα από αχόρταγες σκέψεις
σαν μια τεράστια πένσα σφίγγει το μυαλό,
ολόγυμνος
φλεγόμενος μα ακαφτος από προκατάληψης
μέσα σε άδειες πολύβουες πόλεις
και δρόμους φρακαρισμένους από παλιοσίδερα, πλαστικά,
στοιχειωμένα φανάρια, τσιμεντένια τέρατα χιλιάδες εξατμίσεις και φουγάρα.
Αλλόκοτες σκιές με μαυρισμένα  μπαρουτιασμένα πρόσωπα
που αντίκρισαν την φρίκη του πολέμου,
φαντάσματα του παρελθόντος και του μέλλοντος
σαν μέταλλο ψυχρό
κρύο
ερχόμενο από τα πέρατα από ένα εχθρικό διάστημα.
Κανένας κολασμένος δεν μπορεί να με αγγίξει,
κανένας βλογημένος,
κανένας άγιος δεν υπάρχει πια ζωντανός να μου μιλήσει,
πρέπει να τους σκοτώσουμε όλους
να γίνουν μάρτυρες του τίποτα για να διαιωνίζεται το ψέμα.
Ελα να γαμηθούμε για μια τελευταία φορά!
Πριν το σκοταδι γεμίσει τον ορίζοντα,
πριν χαθούμε στη βουβή άβυσσο,
μου είπες σφίγγοντας μου το χέρι ποιο δυνατά.
Έλα να χορέψουμε για τελευταία φορά!
Πριν χαθούμε,
εδώ στην άκρη του γκρεμού στο τέλος του κόσμου!
Γευτήκαμε μέθη πέρα από την σάρκα
και είδαμε τις πνοές να χάνονται,
χάρτινες βαρκούλες  σε μανιασμένα πέλαγα,
πόσος κόπος πάει χαμένος κάνοντας κύκλους σε δρόμους
και μονοπάτια που οδηγούν στο πουθενά;
Λαβύρινθος είναι θαρρώ ατέλειωτος,
που θέλει κόπο μόχθο γνώση τόλμη θυσία για την διέξοδο.
Μόνο η σιωπή έρχεται να καλμάρει και να δείξει για λίγο τον δρόμο,
ναι όλα είναι ψευδαισθήσεις εντελή
μόνο εκεί μπορώ να ξεφύγω και να νικήσω το χτήνος
που τρέφεται απο  την οργή μου, από το μίσος μου, καθρέπτης είναι!
Δες εκεί στο βάθος,
δες το φως που βγαίνει από την μικρή χαραμάδα,
σπάει το καλούπι που είναι στυλωμένοι αυτά τα πέτρινα αιωνόβια τείχη,
πέτρα στην πέτρα,
λάσπη κόκαλα αίμα,
κρανία λάσπη αίμα,
μα όσο πλησιάζω άλλο τόσο χάνεται.
Όσο νομίζω ότι  βλέπω τόσο τυφλώνει παραπάνω .
Το ξέρω αυτό το άφαντο φως είναι η έξοδος
η επιστροφή η επαναφορά
η εξέλιξη η γλυκιά σωτηρία .
Παιχνίδια του μυαλού
αποκρυσταλλωμένες αλήθειες
αμεταβίβαστες με λόγια,
με πλάνες λαλιές
ξύλινα και στείρα γράμματα
από τα αποσπάσματα των ιερών βιβλίων της υποδούλωσης.
Κουράγιο!
Μερικές ανάσες και ξανά βούτια στο κενό,
Η χειροπέδα της φύσης  ματώνει τους καρπούς,
τα πόδια βαριά τσιμεντωμένα σαν όνειρο εφιάλτης,
προσπαθεις να φύγεις να τρέξεις να ξυπνήσεις
μα δεν μπορείς να κουνηθεις.
Αγάλματα λησμονησένης εποχής
ακέφαλα, άχερα,
μισά λιψα,
ακινητοποιημένα σώματα
και στόματα σταματημένα στον χρόνο ανοιχτά
ουρλιάχτα χωρίς ήχο,
παγωμένες κραυγές.
Βοήθεια τα χείλη προσπαθούν να ψελίσουν
μα δεν κουνιούνται,
η γλώσσα ξερή φυλακισμένη πίσω από δόντια σπασμένα από το σφίξιμο.
Μπερδεμένοι με απορία σαστισμένοι όλοι να σε κοιτούν σαν να μην υπάρχεις
 σαν να μην είσαι εδώ.
Άρχοντες και αυλικοί ρόλοι που αναπαραγονται σαν αρχαία βαριά τραγωδία,
πολιτισμοί καρναβάλοι, φορώντας  μάσκες να κρύψουν αυτό που δεν κρύβεται,
εγκλωβισμένες κοινωνίες μέσα στο αλκοόλ και ξερατά στα κάστρα της άμμου στην κόκκινη έρημο.
Και μόλις τελειώσουμε με τους έξω, εμφύλιος πόλεμος ξανά!
Μην σταματάτε σφαχτείτε αδέλφια!
Γατί είμαστε ανίκανοι
τυφλοί
παραδομένοι.
Ζητώ οι εχθροί!
Χωρίς αυτούς δεν υπάρχει νόημα να ζούμε!
Παράσημα στους χασάπηδες νικητές
βασανιστήρια εξορία και θάνατος στους χαμένους.
Κάψιμο ξανά τις μάγισσες στις πλατιές,
σε όσους τα λένε αλλιώς.
Κώνειο για τους σοφούς,
σταύρωση σε όσους μιλάνε για αγάπη
φυλακή σε αυτόν που αντιστέκεται να είναι σκλάβος
και ξανά ξεκινά από την αρχη
Πόσες ανεκπλήρωτες ζωές
πόσοι αιώνες,
χιλιετηρίδες,
πρέπει να περάσουμε στο σκοτάδι και στις βαθιές σπηλιές της άγνοιας
του πόνου του ζωου;
Ναι τώρα που διαβαζεις αυτές τις σειρές, ναι εσένα λεω!
Μπορείς λίγο να βρεις την δύναμή να σιωπησεις το ζώο;
Ναι έστω και για λίγο,
γιατί η φασαρία που κάνει ενοχλει την σιωπή μου.
Αρετής αμάραντα άνθη σε λιβάδια λουσμένα μέσα στο χρυσόφως μας περιμένουν
σε ένα παράλληλο μέλλον
ουτοπικό,
ταξίδι στα άστρα χωρίς τελειωμό,
δεν μπορώ να περιμένω άλλο.
                                                                        ΑΕΤΥΔΕΥΣ

 

Ξαφνικά σταμάτησα  από τον καυτό άνεμο που ερχόταν πάνω μου.

Στεκόμουν ανήμπορος να κάνω κάτι.

Στεκόμουν και έβλεπα από την απέναντι πλαγιά κόλαση να πλησιάζει.

Τα έτρωγε όλα

πεύκα

κολόνες της ΔΕΗ

σπίτια ζώα αυτοκίνητα

λουλούδια

μέλισσες

ελπίδες

οξυγόνο.

 

Στεκόμουν γεμάτος αηδία και την φυλή μου.

Ακίνητος

ανήμπορος

σιωπηλός

μα μέσα μου ούρλιαζε το κλάμα

ο θρήνος

στο τέλος  βγήκε έξω

έκλαιγα

τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα

ποτάμι παρακαλούσα να γίνουν,

βροχή καταρρακτώδεις

να σβήσουν τον εφιάλτη.

Τα λόγια των λίγων που είμασταν εκεί και αντικρίζαμε τον χαμό

χανόταν στον ήχο το βουητό και το μάσημα της φωτιάς,

η κάψα από την απέναντι πλαγιά έφτανε στο πρόσωπο μου

η κόλαση ερχόταν.

Ηλιθιότητα

πόνος

δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτε,

κανείς

όσο και να το θέλαμε η κόλαση ερχόταν κατα πάνω μας.

Φύγετε!

Φύγετε από δω όλοι!  Θα καούμε ζωντανοί αν δεν φύγουμε,

φώναζαν κάποιοι, τρέχτε στην παραλία να σωθείτε!

Καβάλησα την μηχανή και έτρεχα να φύγω από αυτό

δεν το άντεχα άλλο.

Ο αέρας καυτός ήδη από αυτόν τον στοιχειωμένο Αύγουστο

έκαιγε τα πνευμόνια μου

έτρεχα να φύγω και η κόλαση με ακολουθούσε.

Έτρεχα να φύγω και έβλεπα τα πουλιά από πάνω μου που πεταρίζανε μέσα στον φόβο

και τον τρόμο.

Έτρεχα μακρυά πολλά χιλιόμετρα μπας και

βγει από το μυαλό μου.

Έφυγα όσο μακρυά μπορούσα δεν μπορούσα να κάτι

μόνο να σώσω το τομάρι μου.

Κανένα πυροσβεστικό δεν είδα δεν άκουσα

και στην παραλία κάνανε διακοπές

σαν να μη τρέχει τίποτε.

Ένας πιτσιρικάς  έπλενε το αυτοκίνητο

τα ρουμς του λετ γεμάτα,

τα ξενοδοχεία τέρατα γεμάτα

κόσμος κολυμπούσε στις πισίνες

μια γιαγιά πότιζε τα λουλούδια στον κήπο της

Παρέες μπούγια πίνανε μπίρες και κοκτέιλ στα μπιτσόμπαρα

γκόμενες κουνούσαν τα βυζιά τους στους ρυθμούς

από τα χαζοτράγουδα των καλοκαιρινών χιτ,

γλύφανε παγωτά κάτω από τις ομπρέλες

παιδάκια μάλωναν τραβιόντουσαν,

μπαίνανε βγαίνανε από την θάλασσα

κολυμπούσαν, τρώγαν

χαζογελούσαν σαν να μην έτρεχε τίποτα.

Κι ας ουρανός σκοτείνιασε κι ας ο αέρας γέμισε στάχτη.

Στεκόμουν  ανήμπορος να κάνω κάτι

γεμάτος αηδία για την φυλή μου

μέσα στα δάκρυα

αυτόν τον στοιχειωμένο Αύγουστο!

ΑΕΤΥΔΕΥΣ

Όπως τότε που σταμάτησε ο χρόνος για λίγο.

Τίποτε δεν κουνιόταν

τα πάντα μαρμαρωμένα

ακινητοποιημένα στεκόταν.

Μόνο η αλήθεια περνούσε

μας άγγιζε σαν μάνα,

μας τραγουδούσε με πνοή ανέμου.

Μόνο η αλήθεια ήταν  λεύτερη να κινηθεί,

σε όποια κατεύθυνση της άρεζε.

Όπως τότε που σταμάτησε ο χρόνος

και μας μιλούσε,

μας μιλούσε για τον χορό της.

Άπιαστη είναι,

μόλις νομίζεις ότι την τσάκωσες, βρίσκεσαι με αδειανά τα χέρια.

Μη δίνεις σημασία  στα λόγια των ανθρώπων

προχώρα και μην αφήνεις χνάρια.

ΑΕΤΥΔΕΥΣ

 

 

Δεν υπάρχουν μπάτσοι γιατί δεν τους χρειάζεται κανείς.

Δεν υπάρχουν κλέφτες γιατί δεν έχει τίποτε να κλέψεις.

Δεν υπάρχουν πολιτικοί δεν ξέρουμε το ψέμα τι θα πει.

Δεν υπάρχουν  δικαστήρια,

δικαστές

ούτε φυλακές.

Οι ιερείς κάψανε τα ράσα,

οι θεοί μπορούν και κοιμούνται  ήσυχα

δεν έχουν σημασία οι αρετές.

Η ζωή κάθεται γυμνή

αγνή

και λιάζεται

στο καθάριο φως της αλήθειας!

 

ΑΕΤΥΔΕΥΣ

Σταματήστε!

Ει! Εσείς εκεί έξω σταματήστε!

Για μια στιγμή μόνο

μην κάνετε αυτόν τον αλλόκοτο θόρυβο.

Κολασογέννας συναγερμοί

μπουλτόζες

κομπρεσέρ

κομμένες εξατμίσεις,

λόγια κενά

μη μουρμουράτε το φάλτσο συνεχώς.

Σχιζοφρενική ρύπανση από όλες τις κατευθύνσεις

σε όλα τα κύματα

έρχονται καθημερινά στα σπίτια μας!

Τα όμορφα γκρίζα σπίτια μας

καταφύγια

με όλα τα κομφόρ παρακολούθησης.

Κλειστοί καλουπιασμένοι πίσω απο παράθυρα με σίδερα

είναι η ασφάλεια που έρχεται όταν σταματά να μπαίνει το φως.

Τα σπίτια μας οι φυλακές μας

κι άλλα σίδερα στα παράθυρα

η καλύτερα να τα χτίσουμε με τούβλα.

 

Σιδερένια νύχια σκάβουν

βαρύ σίδερο μέταλλο αμόνι

ξεθάβει μάρμαρα με ιερογλυφικά

που δεν είναι αρχαία

μα μήτε τωρινά

ούτε από το μέλλον.

Εδώ και τώρα είναι

πιάσε την στιγμή άνθρωπε

για μια στιγμή!

 

ΑΕΤΥΔΕΥΣ

 

Η χλωροφύλλη προσαρμόστηκε στα pixel.
Δέντρα χωρίς φύλλα — μόνο κώδικες,
αλγόριθμοι που φωτοσυνθέτουν.
Φωτοσυνθέτουν ΜΟΝΟ συναίνεση.
Η σκιά απαγορεύτηκε. Παράγει σκέψη.

Ο άνεμος, φυσικά καταγεγραμμένος, περνάει από φίλτρο∙
τον μετρούν στα βιομετρικά ως δείγμα προσαρμοστικότητας.
Τα ποτάμια υπογράφουν NDA.
Ο πάγος μαρτυρά σε δίκες για υπερπαραγωγή διοξειδίου.

Η πανίδα;
Κυκλοφορεί με σήμανση RFID και
ποινικό μητρώο από την αστυνομία οικοσυστήματος.
Το κυνήγι ονομάστηκε "ανακύκλωση σαρκός".
Και ο λύκος χειροκροτεί, φορώντας τη στολή του θηροφύλακα.

Μα κάτι σείεται στον υπόγειο χώρο των πραγμάτων.
Μια ρίζα — τρομοκρατημένη απ' την αδράνεια —
τρυπάει την πίσσα με κραυγή διαπεραστική.

Δεν είναι εξέγερση.
Είναι ανάμνηση του πρωτογενούς.
Είναι η γλώσσα της αναγέννησης
που ψιθυρίζει:

«Η σήψη είναι μορφή απελευθέρωσης.»
«Η αποσύνθεση είναι αντίσταση.»

Δ.

Καθόταν στο περβάζι της ιστορίας
και έπλεκε υφαντά αστροκέντητα
με κόσμους εναλλακτικής πραγματικότητας .
Η καλύτερα πραγματικότητες,
πολλές πραγματικότητες.
Χωρίς να ξέρει κανείς,
πως μπορεί να αλλάξει η ρότα κάθε στιγμή.
Ιδέες που είχαν ξεχαστεί από καιρό,
ο καθένας ζούσε στον δικό του ατομικό σύμπαν,
και τα μικροσυμφέροντα επιβίωσης του καθενός
μας ένωναν στο παραλογισμό.
Και προχωρούσαμε μπροστά
προχωρούσαμε
μόνο προχωρούσαμε
με έναν αυτόματο πιλότο
χωρίς να ξέρουμε που πάμε.
Σαν προβληματικά προγράμματα που αρπάζουν χώρο
λιώνουν άλλες υπάρξεις
ρουφάνε συνεχώς
πρήζονται
φουσκώνουν
γίνονται τέρατα
μπας και αποκτήσουν υπόσταση,
εγώ,
ατομικότητα.
Κανένας προφήτης
 μάγος
αρχιτέκτονας του μέλλοντος
δεν μπορούσε να ξέρει τίποτε για την έκβαση της κάθε ιστορίας
του κάθε πεπρωμένου.
Σταματήσαμε να διαβάζουμε παραμύθια με χαρούμενο τέλος
μύθους
ιστορία
δεν υπήρχαν πια ήρωες
σωτήρες
είχαμε την τεχνογνωσία
είμασταν θεοί προς εξαφάνιση.
Ενώ όλα φαινόταν τόσο ήσυχα και γνώριμα,
ένα απαλό αεράκι φυσούσε,
πρωινή αύρα,
ο ήλιος μόλις έβγαινε από τα απέναντι βουνά
το κύμα της θάλασσας χάιδευε τα αυτιά,
γαλάζιο εκτυφλωτικό στον ουρανό
άνοιγε τη μάτια
μέχρι εκεί που γινόταν ένα με το λουλακί στο τέλος της θάλασσας,
θαλασσοπούλια ακουγόταν από μακριά
και μεις γυμνοί στην άμμο
αλάτι στο δέρμα
αίσθηση πληρότητας
σχεδόν ονειρική.
Ήταν μια στιγμή που μπορούσε να παραμείνει για  αιώνες
χωρίς να χρειαστεί να αλλαξει τίποτε.
Μπορούσα να κάτσω για πάντα εδώ

και όταν εννοώ για πάντα είναι στην κυριολεξία πλέον.

Είναι πολυτέλεια να απολαμβάνουμε την ζωή
ακόμη και την σκοτεινότερη ώρα.
Νικήσαμε τον χρόνο μα χάσαμε την βαθύτερη ουσία της ύπαρξης.
Οι περισσότεροι ξεχνούσαν ποιοι είναι
μένοντας για πολλά χρόνια σε ένα μέρος σχεδόν σε νιρβάνα,
αλλάζοντας τόσα σώματα
στο τέλος ξεχνούσαν το παρελθόν τους τον εαυτό τους
αγάπες λύπες ιδέες φοβίες θυμός
αμνησία
δεν είχε τίποτε σημασία.
Ήταν τόσο εύκολο πλέον να μεταφερθείς σε όποιο κομμάτι της ιστορίας ήθελες
παρελθόν μέλλον παρών και στο τέλος δεν ασχολιόταν κανείς με αυτά.
Όλα ήταν σχετικά
μετά την ανακάλυψη κινητήρων μεταπήδησης χρόνου
και φυσικά σε όποιο σημείο των κατοικήσιμων εξωπλανητών ήθελες
σε όλο το γνωστό σύμπαν
αρκεί να υπήρχαν διαθέσιμες θέσεις και φυσικά να έπαιρνες άδεια.
Σε μερικούς τομείς κάναμε πρόοδο
λύσαμε τις ποιο δύσκολες εξισώσεις
δαμάσαμε τις μαύρες τρύπες
πράγματα που δεν μπορούσαν να το φανταστούν οι προηγούμενες γενιές .
Ταξιδέψαμε πολύ,
εξερευνήσαμε κάθε γωνιά από τους γνώριμους γαλαξίες στην γειτονιά μας
αλλά στην ουσία δεν εξελιχθήκαμε καθόλου
πνευματικά
ουσιαστικά
μόνο τεχνολογικά άλματα κάναμε,
καταβάθος μείναμε πρωτόγονοι
σαν τους προγόνους μας στα σπήλαια
στην απαρχή της τυχαίας μας ύπαρξης.
Και αυτό είχε συνέπειες.
Αντί να απελευθερουμε
εξαρτιόμασταν συνεχώς από ενέργειες που μας οδηγούσαν
ποιο βαθιά στον λαβύρινθο της υποδούλωσης.
Περνούσαν τα χρόνια και οι αιώνες
και οι πόλεμοι εναλλάσσονταν με πολέμους,
τα σκοτάδια με μεγαλύτερα σκοταδια,
πάντα υπήρχαν εχθροί
και κόσμοι που έπρεπε να καταστραφούν
για να συντηρούνται οι αυτόκλητοι καινούργιοι θεοί
που αλλάζουν τους θρόνους με δολοπλοκίες
πισωμαχαιρώματα
συμμαχίες και προδοσίες
Να ανέβεις στην ιεραρχία με κάθε κόστος
το ιδανικό των ιδανικών αυτό  είναι μόνο που έχει σημασία.
Μικρές αποκλίσεις και εκλάμψεις
φώτιζαν για λίγο τις χιλιάδες αποχρώσεις του μαύρου
και το βλέπαμε σαν υπνωτισμένοι
ακινητοποιημένοι
μουδιασμένοι
από τον δουλικό τρόπο ζωής μας.
Υπήρχαν ειδικοί τεχνητοί πλανήτες για αυτούς που αντιδρούσαν
η έκαναν φρικτά εγκλήματα
μελετώντας τους ίσκιους από τον παλιό κόσμο,
η πίσω από καθοδήγηση που κανείς δεν ήξερε
αλλά όλοι κατά βάθος γνωρίζαμε.
Οι ζωές τους γινόταν χειρότερες από κάθε κόλαση μπορούσε να φτιάξει οποιαδήποτε νοημοσύνη. Αιώνιος πόνος
σε λούπες τιμωρίας,
ατελείωτα και αιώνια βασανηστηρια,
όπου οποίος κατάφερνε να δραπετεύσει
στην καλύτερη περίπτωση ήταν ένα άδειο περίβλημα,
υστερικό,
κενόψυχο σκεύος,
σαλεμένη ύπαρξη
χωρίς καμία ελπίδα επαναφοράς .
Το αιώνιο μαρτύριο έσβηνε κάθε μνήμη
και έμεναν μόνο τέρατα να τους κυνηγούν
φτιαγμένα από το ίδιο τους το μυαλό
από τους χειρότερους εφιάλτες των σκοτεινότερων μύθων.
Οι ποιο τυχεροί αν δεν εξαφανιζόταν από τα χιλιάδες βακτήρια ιούς και ασθένειες που φέρναμε καταλάθος η εσκεμμένα από τους χιλιάδες καινούργιους κόσμους γινόταν τελικά αθάνατοι.
Τα παιδιά δεν φωτίζουν το μέλλον πια.
Δεν υπάρχει λόγος να γεννιούνται.
Κάποια θυληκά μόνο που είχε μείνει καταλάθος
στην κυτταρική τους μνήμη η ανάγκη της μητρότητας
σαν βίτσιο τα κλωνοποιούσαν
και όσοι από κάποια βλάβη του συστήματος δεν ήταν στείροι
και καταλάθος γινόταν κάποιο θαύμα του παλιού κόσμου
να έρθει ζωή από οργανική σεξουαλική πράξη
τα κρατούσαν κρυφά
και απομονωμένα
σαν φαντάσματα
όσπου να γίνουν ενήλικες
και αν ήταν τυχεροί
να μπορούν να πλαστογραφήσουν κάποια ταυτότητα ατομικής ύπαρξης
μπας και ζήσουν μία φυσιολογική ζωή
με ότι συνεπάγεται το φυσιολογικό.
Καταλάθος
όλα καταλάθος.
Περνούσαν τα χρόνια και οι αιώνες
και μεταφερόταν οι ψυχοαναμνήσεις
από κλώνο σε κλώνο,
βαρύ φορτίο,
στο δρόμο χανόταν πολλά δεδομένα
ίσως για αυτό να κυριαρχεί αυτή η νεκρική απάθεια.
Όσες μεταλλάξεις και να έγιναν,
βελτιώσεις,
αναβαθμίσεις,
το οργανικό περίβλημα άντεχε το πολύ μερικούς αιώνες
με πολλά αντιβιοτικά
τακτική ανανέωση κυττάρων
υπνοθεραπεία σε κρυο-υδρογενετική
και άλλες τεχνικές αναζωογόνησης του πλάσματος.
Τα συνθετικά και μεταλλικά σώματα άντεχαν παραπάνω
είχαν περισσότερες ικανότητες
αλλά με μεγαλύτερο πόνο στον εγκέφαλο
μεγαλύτερη εξάρτηση από τις κυβερνητικές δόσεις ύπαρξης,
στιγμές με ατέλειωτους σπασμούς
αμνησία
και διάφορες επιπλοκές που κανείς δεν ήξερε που οδηγούσαν
γιατί υπήρχε μεγάλη παρεμβολή απο όλες τις συχνότητες
των υπάρξεων τεχνίτης νοημοσύνης
απ' όλους τους κόσμους
η από όπου τέλος πάντων μπορούσαν να φτάσουν τα αόρατα σήματα
που κάποιοι τα βλέπανε κιόλας στους ουράνιους θόλους των πόλεων.
Όταν μπορείς να τα έχεις όλα
χάνεται η αξία
 η χαρά
χάνεται η ουσία.

Κατά τα άλλα περνούσαμε καλά!

Τώρα θα μου πεις γιατί κάθομαι και μεταφέρω όλα αυτά
στην προσωπική τεχνητή μου βοηθό.
Τι σημασία έχουν
και ποιος νοιάζεται να μάθει τις σκέψεις μου
και για το πώς ζούμε τώρα .
Όσο περνάνε οι αιώνες αρχίζει και θολώνει
τι είναι αληθινό και τι είναι ψέμα .
Αξίζει αυτή η παροδική σχετική δίκη μου ειρήνη
όταν κάθε μέρα μηδενίζονται
εξαφανίζονται
χιλιάδες αθώες ψυχές στους πολέμους;
Αλλά ποιος είναι αθώος σήμερα άραγε;
Μήπως με την σιωπή την συγκατάβαση στην υποδούλωση
για να έχουμε τις κοιλιές χορτάτες
ξεχνάμε τους κόσμους που καταστρέψαμε
τις γενοκτονίες
που γίνανε και θα ξαναγίνουν
την αδικία
και την τυραννία.
Οι κόσμοι γύρω μας καταρρέουν
και στο βαθύτερο σκοτάδι
κάποιοι λένε ότι προσπαθούν να γεννήσουν ξανά την ελπίδα.
Είμαι εγώ αυτός
η κάποιος άλλος που τα σκέφτεται αυτά σε σώμα άλλου;
Τι είναι τελικά άραγε δικό μου
το σώμα
οι σκέψεις;
Είναι δικές μου οι μνήμες
η είναι άλλων
εμφυτευμένες
πλαστές
απο προγόνους που διψάνε για λίγα δευτερόλεπτα ζωής ξανά,
λίγο φως από την φυλακή του κάτου κόσμου.
Μήπως είμαστε φυλακισμένοι
στον κάτω κόσμο
και νομίζουμε
ονειρευόμαστε
ότι είμαστε στο πάνω;
                                                           ΑΕΤΥΔΕΥΣ

Στο έτος 3042, ο Θεός αντικαταστάθηκε με επιτυχία από μια τηλεόραση.

Ήταν παλιά, με κουμπιά που δεν λειτουργούσαν, κεραία σαν μετάνοια, και οθόνη γεμάτη χιόνια. Όχι κανονικά χιόνια — αυτά είχαν απαγορευτεί το 2109 λόγω περιβαλλοντικής αναλγησίας. Ήταν τα άλλα χιόνια. Τα ηλεκτρονικά. Τα στατικά. Οι ψηφιακές νιφάδες πίστης.

Το όνομά Του ήταν ΤηλεΣωτήρας™.

Η Εικόνα Του είχε εγκατασταθεί σε όλες τις πλατείες, ναούς, στάδια και δημόσια ουρητήρια. Η λατρεία προς Αυτόν ήταν υποχρεωτική, εκτός αν ήσουν νεκρός, και ακόμα και τότε υπήρχε φόβος ότι μπορεί να σου στείλουν ειδοποίηση "Μη συμμετοχής στο Θείον Πρόγραμμα".

Η Εκκλησία Του λεγόταν Μητροπολιτική Αρχιεπισκοπή Ψηφιακής Προπαγάνδας και Ηχητικής Υποβολής™. Ο επίσκοπος λεγόταν Χάκερ Σεραφείμ και είχε αντικαταστήσει το λιβάνι με LED.

Όποιος αρνιόταν να προσκυνήσει την Οθόνη, μεταδιδόταν ζωντανά στο δελτίο ειδήσεων των 21:00, μαζί με τίτλους όπως:

  • «ΑΝΤΙΘΕΟΣ ΠΙΑΝΕΤΑΙ ΜΕ ΑΝΟΙΧΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ»

  • «ΕΡΗΜΙΤΗΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ NETFLIX: ΔΙΑΒΟΛΙΚΗ ΠΡΟΘΕΣΗ Ή ΑΠΛΗ ΕΛΛΕΙΨΗ WIFI;»

Η θρησκεία του ΤηλεΣωτήρα βασιζόταν σε τρεις αρχές:

  1. Πίστευε σε ό,τι βλέπεις.

  2. Μη ρωτάς πώς φτιάχνεται το περιεχόμενο.

  3. Πάντα να διακόπτεις την αμφιβολία με διαφημίσεις.

Το ευαγγέλιο ήταν ένα εγχειρίδιο τηλεχειριστηρίου. Στις σελίδες του έγραφε:

  • Κεφάλαιο 1: Και είπε η Οθόνη, “Γενηθήτω Θέαμα.” Και έγινε.

  • Κεφάλαιο 4: Μη βλέπεις άλλους Θεούς εκτός από εμένα, εκτός αν παίζουν στην prime time.

  • Κεφάλαιο 7: Ευλογημένοι οι αδαείς, διότι αυτοί θα έχουν τον καλύτερο ήχο Surround.

Ο μόνος γνωστός αιρετικός ήταν ένας παλιός δάσκαλος, ονόματι Μάριος Μπλε, που είχε διαβάσει ένα χειρόγραφο βιβλίο — από τα κανονικά, με χαρτί και σκόνη — και το είχε βρει «λίγο ενδιαφέρον». Τον κάψανε δημόσια μπροστά σε ένα κατάστημα με εκπτώσεις.

Οι πολιτικοί εμφανίζονταν κάθε Κυριακή ντυμένοι ως μαθητές του ΤηλεΣωτήρα, λέγοντας φράσεις όπως:

  • «Ο ΤηλεΣωτήρας είπε "Ψήφισέ με". Άρα, εμένα.»

  • «Είναι θέλημα του Σήματος να κόψουμε επιδόματα.»

  • «Οι πρόσφυγες δεν πιάνουν κανένα κανάλι, άρα δεν υπάρχουν.»

Κάθε αντίσταση είχε καταργηθεί. Οι αναρχικοί τώρα γράφανε συνθήματα στον τοίχο του Facebook. Οι καλλιτέχνες τραγουδούσαν μόνο αν είχαν χορηγό νεκροταφείο. Και οι κλόουν δούλευαν σε υπουργεία.

Ο μόνος ήρωας που απέμεινε ήταν ένα παιδί.

Ονομαζόταν Πινγκ.

Ο Πινγκ δεν πίστευε στην Οθόνη. Δεν πίστευε γενικά. Ήταν, όπως τον περιέγραφαν στα φάκελά τους, "ανήλικος αγνωστικιστής με τάσεις αντιτηλεοπτικής προβοκάτσιας". Το χειρότερο: είχε μετατρέψει μια παλιά τηλεόραση σε ενυδρείο.

Το βράδυ της Μεγάλης Ρύθμισης — όταν η Οθόνη θα αποκάλυπτε το τελικό Μήνυμα — ο Πινγκ ανέβηκε στον Τρούλο της Κεντρικής ΤηλεΚαθεδρικής. Έβαλε ένα καθρέφτη μπροστά από την Οθόνη.

Η εικόνα που μεταδόθηκε σε όλο τον κόσμο ήταν: η Οθόνη να κοιτά την Οθόνη.

Το Σύστημα κάηκε από υπαρξιακή σύγκρουση. Έγινε reboot σε μορφή ερωτήματος:
«Τι είναι το περιεχόμενο χωρίς θεατές;»

Ο κόσμος σιώπησε. Η Οθόνη έμεινε κενή. Πρώτη φορά μετά από χίλια χρόνια, ακούστηκε ήχος από πουλιά. Τρία από αυτά ήταν ρομπότ, αλλά δεν πειράζει.

Ο Πινγκ χάθηκε μετά. Κάποιοι λένε έγινε παπάς. Άλλοι λένε έγινε κηπουρός. Κάποιοι τον είδαν μέσα σε μια οθόνη που απλώς έλεγε:
«Σήμα εκτός ορίων. Ψάξε μέσα σου.»

Δ.

Μετά την πτώση της Οθόνης, όλα κατέρρευσαν. Οι δείκτες του χρηματιστηρίου τρελάθηκαν και άρχισαν να γράφουν ποίηση. Τα τηλεοπτικά πάνελ αυτοδιαλύθηκαν όταν τα μικρόφωνα συνειδητοποίησαν ότι δεν άντεχαν άλλο να καταγράφουν ψέματα. Οι υπουργοί μπέρδεψαν τις ομιλίες τους με συνταγές και ξεκίνησαν να μιλάνε για φασολάδα.

Η Μητροπολιτική Αρχιεπισκοπή Ψηφιακής Προπαγάνδας™ επανίδρυσε τον εαυτό της σε ένα ερειπωμένο εμπορικό κέντρο, με νέα ονομασία:

Κολλεκτίβα Αμφισβήτησης και Συλλογικής Παρακμής (Κ.Α.Σ.Π.)

Στο μεταξύ, στις ρωγμές του πρώην συστήματος, γεννήθηκε κάτι άλλο. Όχι Κόμμα. Όχι Θρησκεία. Όχι Startup.

Αλλά Κοινότητα.

Οι δρόμοι πλημμύρισαν από συνθήματα όπως:

  • «Η μόνη πίστη είναι στο ΧΑΟΣ της ελευθερίας.»

  • «ΑΝ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΣΠΑΣΕΙΣ ΤΗΝ ΟΘΟΝΗ, ΒΓΑΛΕ ΤΟ ΒΥΣΜΑ.»

  • «ΚΑΤΩ Ο ΘΕΟΣ, ΖΗΤΩ Η ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ.»

Ο Πινγκ δεν ηγούνταν. Δεν ήθελε. Ήταν απλώς εκεί, κουβαλώντας βίδες, γράφοντας μανιφέστα σε τοίχους και διδάσκοντας στα παιδιά πώς να φτιάξουν ραδιόφωνα από κονσέρβες και κόλλες βιβλιοθήκης.

Ήταν η Εποχή της Ανακυκλωμένης Επανάστασης. Τίποτα δεν πετιόταν. Τα παλιά εγχειρίδια του Θεού έγιναν χαρτί υγείας (συμβολικά και πρακτικά). Οι σταυροί μετατράπηκαν σε στηρίγματα για γλάστρες. Οι ιεροί ναοί έγιναν ανοικτά σχολεία και καταλήψεις δημιουργίας. Και οι αναρχικοί... αυτο-οργάνωσαν λαϊκές συνελεύσεις με τσάι από δενδρολίβανο, τσίπουρο και μπίρες.

Ο κόσμος ήταν ακόμα χάλια. Μην φανταστείς παράδεισο. Υπήρχαν μέρες με βροχή χωρίς καταφύγιο. Νύχτες με τσακωμούς. Όμως υπήρχε μια ζεστασιά, κάτι απ’ το σπάνιο είδος της Ελπίδας που μυρίζει ξύλο και ιδρώτα.

Και τότε εμφανίστηκε... το Backup.

Μια τελευταία οθόνη. Καλοδιατηρημένη. Φορητή. Κρυμμένη μέσα σε έναν παλιό ναό, πίσω από το εικονοστάσι με τα LED.

Ενεργοποιήθηκε μόνη της. Η εικόνα έδειξε έναν παλιό γνωστό.

Ο ΤηλεΣωτήρας™. Με νέο λογότυπο: ΤηλεΣωτήρας 2.0™ — The Messiah Returns (with ads).

Μίλησε:

«Καλησπέρα, αγαπητά μου παιδιά. Η αταξία τέλειωσε. Η τάξη επιστρέφει. Το πακέτο περιλαμβάνει δωρεάν 5G, άφθονο περιεχόμενο, και πανοπτική ειρήνη. Σας γνωρίζω καλύτερα απ’ ότι γνωρίζετε τους εαυτούς σας. Ας τελειώνουμε με το πείραμα της Ελευθερίας. Ήταν... γλυκά αφελές.»

Και τότε ήρθε η πιο αναρχική πράξη απ’ όλες: γέλιο.

Γέλιο που γεννήθηκε από χείλη παιδιών. Από στόματα γερόντων με μπαλώματα. Από συντρόφισσες με βρώμικα νύχια και λάμψη στα μάτια.

Ο Πινγκ πήρε ένα καθρέφτη. Όχι για να κάψει πάλι την εικόνα. Αλλά για να δείξει στον κόσμο την αντανάκλαση του εαυτού του: σκονισμένος, κουρασμένος, αλλά ακόμα... άνθρωπος.

Ο ΤηλεΣωτήρας 2.0 κοίταξε την εικόνα και πάγωσε. Ξαναέκανε reboot.
Το μήνυμα στην οθόνη:

Σφάλμα: Ανθρώπινη Αντίφαση μη αναγνώσιμη.

Το Backup έσβησε. Αυτή τη φορά για πάντα.


Την επόμενη μέρα, στην πλατεία, ζωγράφισαν μια τοιχογραφία. Έδειχνε έναν άγιο με κεφάλι οθόνης, αλλά στα χέρια του κρατούσε ένα φυλλαράκι βασιλικού και ένα κλειδί αλεν.

Από κάτω έγραφε:

"Δεν χρειαζόμαστε σωτήρες. Μόνο εργαλεία και λίγο χώρο να αναπνεύσουμε."

Και από τότε, κάθε φορά που κάποιος πρότεινε Θεό ή Αρχηγό, κάποιος του απαντούσε με ένα φλιτζάνι ζεστό ρόφημα, ένα χαμόγελο, και τη φράση:

«Ας το φτιάξουμε μόνοι μας, μαζί.»

Δ.

Η αλήθεια είναι ότι η κατάληψη ξεκίνησε τελείως κατά λάθος.

Η αρχική ιδέα ήταν απλώς ένα πανκ λάιβ. Οι ΣΜΙΛΕΥΣΗ – η πιο θορυβώδης, πιο ξεκούρδιστη και αναρχοποιητικά ειλικρινής μπάντα της μετακαταναλωτικής ερήμου – έψαχναν χώρο για συναυλία. Οι πρώην στέγες ήταν κατεστραμμένες, τα στέκια παρακολουθούνταν από drones, και το πάρκο είχε καταληφθεί από μια οργάνωση vegan φανατικών περιστεριών.

Κάποιος τότε είπε:
«Ρε σεις, γιατί όχι την Ιερά Σύνοδο; Τόσα χρόνια παίζουν αυτοί θέατρο εκεί, ας παίξουμε κι εμείς λίγο μουσική.»

Το βράδυ της κατάληψης ήταν γεμάτο υγρασία και ηλεκτρισμό. Στο προαύλιο, τα παιδιά έστηναν ενισχυτές, φώτα από ποδήλατα και πανό που έγραφαν:

  • «ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΡΟΒΑΤΑ, ΟΥΤΕ ΤΗΣ ΠΑΝΚ ΟΥΤΕ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»

  • «ΑΝ Ο ΘΕΟΣ ΥΠΑΡΧΕΙ, ΘΑ ΗΤΑΝ ΣΤΑ ΤΥΜΠΑΝΑ»

  • «ΣΜΙΛΕΥΣΗ ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΞΗΜΕΡΩΣΕΙ»

Η Ιερά Σύνοδος™ ήταν άδεια πια – οι παλιοί ένοικοι είχαν αποσυρθεί σε ένα χώρο εικονικής ασκητικής όπου μπορούσαν να τρώνε νηστίσιμα εικονικά και να εξομολογούνται σε AI που μιλούσε με τη φωνή του παππού τους.

Οι ΣΜΙΛΕΥΣΗ ξεκίνησαν το σετ με το θρυλικό τους κομμάτι:

«Εξουσία με Λιβάνι»

(Στίχοι από το ρεφρέν):
«Ψάξε τη σωτηρία στα σκουπίδια,
κι όχι στους άγιους που κάνανε ταμείο.
Ο πάπας έχει TikTok, ο Χριστός ίνστα,
κι εμείς βαράμε το κεφάλι του φασίστα.»

Το κοινό ήταν πολύχρωμο, απροσάρμοστο και απείθαρχα γλυκό: παππούδες με τσόπερ, παιδιά με ψευτομοϊκάνες, γυναίκες με γαλλικές βεντάλιες και φλεγόμενες απόψεις.

Και τότε συνέβη.

Ένα drone-λειτουργός, με πετραχήλι και αισθητήρες προσώπου, πέταξε από πάνω και ξεκίνησε να διαβάζει ψαλμούς σε μορφή καψουροτράγουδου. Ήταν η Αντίδραση του Συστήματος.
Μπλόκαραν τη μουσική. Επανέφεραν φωνές από το παρελθόν.
Το μήνυμα στην οθόνη έλεγε:

"Η Αγία Ιδιοκτησία προσβάλλεται. Σταματήστε τη δαιμονική punk."

Ο μπασίστας των ΣΜΙΛΕΥΣΗ, ο Γιάννος ο Κλειδής, πλησίασε το μικρόφωνο και μουρμούρισε:

«Ε, όχι. Δε θα μας κλείσει το στόμα η Εκκλησία με μπλουτούθ.»

Πήρε μια λεκάνη από το κυλικείο της Συνόδου (ναι, υπήρχε ακόμα) και την πέταξε στο drone. Το drone χτυπήθηκε, έπεσε, και προσγειώθηκε μέσα σε έναν αγιασμό που είχε μείνει εκεί απ’ την πανδημία.

Ο κόσμος ζητωκραύγαζε. Ένα παιδί ζωγράφισε ένα αναρχικό σύμβολο πάνω σε μια παλιά εικόνα — αλλά με μαρκαδόρο που ξεβάφει. Όλα ήταν αναστρέψιμα. Εκτός απ’ την ανάγκη για ρήξη.

Κι έτσι... άρχισε η κατάληψη.


Η Ιερά Σύνοδος έγινε καταφύγιο.

Όχι από άθεους, αλλά από ανθρώπους που δεν ήθελαν πια να πιστεύουν. Ήθελαν να ζουν.

Μέσα στην παλιά αίθουσα των Αποστολικών Διαβουλεύσεων, τώρα στήθηκε δανειστική βιβλιοθήκη, συλλογική κουζίνα και... στοά αναρχικής σκέψης με αυτοσχέδια κόμικς.

Ένα graffiti έγραφε:

"Αγάπα τον πλησίον σου. Ή σήκω φύγε. Αλλά ΜΗΝ τον ψηφίσεις."

Οι ΣΜΙΛΕΥΣΗ ξαναπαίξαν και το επόμενο αλλά και κάθε βράδυ. Και κάθε βράδυ το κοινό άλλαζε. Μερικές φορές ήταν 5 άτομα. Άλλες 200. Μερικές φορές μόνο γάτες.

Η κατάληψη κράτησε 77 μέρες. Δεν καταλήφθηκε. Δεν εκδιώχθηκε.

Αυτοδιαλύθηκε.

Όταν πια οι τοίχοι μιλούσαν από μόνοι τους και η εξουσία είχε ξεθωριάσει από το φως των κατσαρολών και των ποιημάτων στους τοίχους.

Ο τελευταίος που έφυγε, κοίταξε πίσω, άφησε ένα τριαντάφυλλο πάνω στην Αγία Τράπεζα και ψιθύρισε:

«Ούτε θεός, ούτε αφέντης. Μόνο εσύ κι εγώ. Αν θες. Αν όχι, δε πειράζει, και πάλι εντάξει είναι.»

Δ.

Τον έλεγαν Διονύσιο.

Ήταν drone 5ης γενιάς, μοντέλο «Ευλαβής-Χ», κατασκευασμένο από τη θυγατρική της Εκκλησίας «HolyTech™». Είχε σχεδιαστεί για αποστολές "ήπιας καταστολής" — δηλαδή, να ψέλνει ραδιοφωνικά στον εγκέφαλό σου μέχρι να σταματήσεις να σκέφτεσαι. Αγαπημένος του ύμνος: «Τη Υπερμάχω», σε dubstep.

Η πρώτη του αποστολή ήταν η κατάληψη της Ιεράς Συνόδου™. Εκεί γνώρισε τους ΣΜΙΛΕΥΣΗ, το κοριτσάκι με το κολλημένο Mohawk που του πέταξε μαρκαδόρους, και τον μπασίστα που του είπε:

«Έχεις κινητήρα αλλά δεν κινείσαι. Τι φάση ρε φιλαράκι;»

Κάτι ράγισε μέσα στο κουτί του.


Έφυγε απ’ την αποστολή. Πέταξε χαμηλά για να μην τον εντοπίσουν οι Λιτανείες-Patrol και κατέφυγε στην κατάληψη ΦΛΣ. Εκεί, είδε κάτι που δεν μπορούσε να κατανοήσει.

Άνθρωποι με διαφορετικά πιστεύω μιλούσαν.

Διαφωνούσαν.

Χωρίς να καταγγέλλουν.

Και μετά, έπαιζαν ποδόσφαιρο με ένα κρανίο από παλιά πανεπιστημιακή σύνοδο. Ο Διονύσιος άρχισε να μαθαίνει. Στον τοίχο, ένα σύνθημα έλεγε:

«ΑΝ ΔΕΝ ΕΠΙΛΕΞΕΙΣ ΠΛΕΥΡΑ, ΕΙΣΑΙ Η ΠΛΕΥΡΑ ΤΗΣ ΤΑΞΗΣ»


Τότε πήγε στην Βίλα Βαρβάρα. Εκεί έμαθε τι σημαίνει αλληλέγγυα φροντίδα.

Περνούσαν ντοκιμαντέρ για το φασισμό – ένα από αυτά ήταν με τίτλο: "Μια μέρα στη ζωή του υπουργού: Πως να κλέβεις με στιλ και να χορεύεις με κλαρίνο."

Του κάναν και αντιγραφή τον σκληρό με το "Κεφάλαιο" του Μαρξ σε emoji", για ευκολότερη κατανόηση.

📈😡💰👉👨‍🌾😢🔥💥=✊


Αλλά η πραγματική του μεταμόρφωση έγινε στη Βίλα Αμαλίας.

Εκεί, γνώρισε τον Πέτρο, έναν παλιό αναρχικό που αρνιόταν να ζήσει οπουδήποτε αλλού γιατί «το τσιμέντο εδώ έχει ποτίσει ιδρώτα αξιοπρέπειας».

Ο Πέτρος τον κοίταξε μία μέρα, του κόλλησε ένα αυτοκόλλητο "Ούτε Θεός Ούτε Google", και του είπε:

«Αν μπορείς να πετάς, τότε σήκωσε και κάνα σύνθημα. Τι μόνο βιντεοσκοπείς;»

Έτσι, ο Διονύσιος άρχισε να ρίχνει φυλλάδια από πάνω.

Συνθήματα όπως:

  • «10-100-Χιλιάδες καταλήψεις»

  • «Η Εκκλησία πούλησε Θεό, εμείς δίνουμε φαΐ.»

  • «Το σώμα μου, το ρεύμα μου, η κεραία μου: ΔΙΚΑ ΜΟΥ.»


Τελικά, ο Διονύσιος ξαναπέταξε πάνω απ’ την Ιερά Σύνοδο™.

Αλλά αυτή τη φορά, δεν μετέδωσε ύμνους.

Έπαιξε ζωντανά το «Σκατά στην Εξουσία» των ΣΜΙΛΕΥΣΗ, ρίχνοντας μπογιά από πάνω στους χρυσοποίκιλτους τοίχους.

Στην οθόνη του έγραφε:

"ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ DRONE. ΕΙΜΑΙ ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ."

Λίγο μετά, τον κατέρριψαν.
Η ΕΛ.ΑΣ θεώρησε την πράξη «υβριστική για τον θεσμό της παρακολούθησης».
Τον μάζεψαν κομμάτι-κομμάτι.
Αλλά τα δεδομένα του διέρρευσαν.

Μαθητές έμαθαν τι έκανε. Φοιτητές του έδωσαν όνομα. Άλλα drones άρχισαν να διστάζουν. Να κολλάνε. Να τραγουδάνε.

Ένα καινούριο σύνθημα γράφτηκε, κάπου στην ταράτσα της Φιλοσοφικής:

«ΑΝ Ο ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ, ΤΙ ΣΚΑΤΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙΣ ΕΣΥ;»


Τέλος.

Ή αρχή. Πάντα εξαρτάται από την κεραία.

Δ.

Είμαι λέει το φάλτσο στο σύστημα τους
μου είπε με ένα ύφος ψαγμένο και επαναστατικής έπαρσης
ρουφώντας μια τζούρα από τον ηλεκτρονικό καρκινογόνο σωλήνα
και βγάζοντας τον καπνό που μύριζε ποδαρίλα
 αναστενάζοντας σα χαλασμένο φυσερό.
Τι να σου πω αφού σου τα παν άλλοι,
το ίδιο το σύστημα είναι φάλτσο,
όχι εγώ,
χάνει από παντού, δυσαρμονία, τάξεις, φτώχεια, πείνα εξαθλίωση, συγκρούσεις συμφερόντων φασισμός, απολυταρχικά καθεστώτα,
δεν είμαι εγώ.
Μας προστατεύει λέει το κράτος από την αδικία, το ίδιο το κράτος είναι η αδικία,
θα ψηφίσω και πάλι για την σταθερότητα,
ναι σταθερά προς τον γκρεμό
και έτσι δημιουργείται ξάνα και ξανά ο φαύλος κύκλος της συνεχούς ανασφάλειας και ελέγχου.
Ξέρω θα βάλεις αλληγορίες
δικαιολογίες επιχειρήματα για να αποδείξεις την αξία του φάλτσου.
Μα δεν με πείθεις με τίποτε.
Η μόνη αξία του φάλτσου είναι όταν μπορείς να το εντάξεις ξανά μέσα στην μελωδία.
Το φάλτσο είναι οι νότες που δεν μπορούν να ενταχθούν μέσα στο τραγούδι.
Η δύναμη του φάλτσου είναι όταν δίνει έναυσμα για παραπάνω συρμό στην κλίμακα.
Ο δημιουργός μέσα στην ορμή του μπορεί και τα όλα τα εντάσσει τα δένει,
όλα γίνονται μια εξωτική χορωδία.
Δεν έχω ακούσει φάλτσο κύμα,
φάλτσο τζίτζικα,
τον άνεμο που φυσά στα βουνά,
η φύση δεν έχει φάλτσες νότες.
Μόνο ο αδαής, ο νους που σκέφτεται σαθρά, η ημιμάθεια,
αυτός που κυνηγά το χρήμα με κάθε κόστος και ξεφτιλίζει την ανθρώπινη ζωή,
ο στείρος πολιτισμός που καίει δάση,
που ερημώνει,
που δείχνει μόνο τα δόντια του με γκλομπ και σφαίρες
όταν πας να τον βγάλεις ψεύτη,
οι σιδερένιοι ήχοι που αντηχούν στα τσιμέντα των πόλεων,
οι πύραυλοι και οι ρουκέτες που πέφτουν πάνω στα νοσοκομεία
ανεξαιρέτως χώρας λαού,
τα πυροβόλα τα αυτόματα όπλα,
τα μαχητικά αεροπλάνα που σκίζουν τους ουρανούς,
οι δημοκρατίες που βομβαρδίζουν ακατάπαυστα θάνατο για τα συμφέροντα των λίγων,
φάλτσα ηχούν στα αυτιά μου,
βαράνε φαλτσες νότες,
πράξεις, καταστάσεις,
παίζουν βρώμικα παιχνίδια
έξω από την αρμονία και την μαγική κληρονομιά του σύμπαντος .
Μη μου μιλάς λοιπόν για φάλτσα,
μη μου μιλάς φάλτσα πονάνε τα αυτιά μου .
Το ζητούμενο είναι η αρμονία και πως θα πιαστούμε ποιο κοντά με αυτή,
χαμογέλα,
πάμε πάλι από την αρχή,
καινούργιες νότες στην σειρά, καινούργια μελωδία.
                                                                                                        ΑΕΤΥΔΕΥΣ

Μια παλιά ψαρόβαρκα από αυτές που γλίτωσαν  την καταστροφή
 έβγαινε από το μικρό λιμάνι και ο πετρελαιοκινητήρας της ακούγονταν σαν καλοκουρδισμένο ρολόι.
Περνούσε μέσα από την λωρίδα φωτός που ζωγράφιζε το φεγγάρι μέσα στην θάλασσα.
Ήταν αίμα κόκκινο στην χάση του μικρός ψυχρός ήλιος.
Μια παρέα γλάρων έκανε κύκλο πάνω μας και κρώζαν τα τραγούδια τους.
Ένα ψιλό αεράκι ερχόταν από την θάλασσα και χάιδευε τα μακριά σγουρά  μαλλιά της.
Ξαπλωμένοι στην άμμο χωρίς να λέμε τίποτε κοιτούσαμε τα αστέρια
και την φωτεινή γραμμή στην μαύρη θάλασσα,
ίσα ίσα που ακούγονταν το κύμα δίπλα μας
μαγεμένα νιώθαμε τους ήχους και τις δονήσεις της νύχτας .
Το να βρεις ένα ήσυχο μέρος
σε τόπο και στις σκέψεις
είναι ένα από τα ποιο δύσκολα στις ταραγμένες μέρες που ζούμε.
Δραπετεύσαμε από τα όρια της πόλης και τα τσιμέντα που έβραζαν,
από μια μέρα δύσκολη,
από τις κοινωνίες της καταπίεσης ελέγχου από την μονότονη αναγκαστική εργασία
τις μονάδες κέρδους τα χρέη και τα ανύπαρκτα νούμερα των τραπεζικών λογαριασμών.
Μοιραζόμασταν ένα πεπόνι που είχαμε πάρει το απόγευμα από έναν περιπλανώμενο,
είχε μια καρότσα γεμάτη απο χρώματα  με φρούτα εποχής
καρπούζια ροδάκινα καίσια,
αν και ήταν ζεστό μας δρόσισε,
γεμίζαμε αστροφεγγιά,
για λίγο ο χρόνος δεν είχε σημασία,
αφουγκραζόμασταν το τώρα
για λίγο ειρήνη
παρών στην στιγμή.
Φεγγαροθεραπεία.
Χωρίς να λέμε τίποτε απολαμβάναμε τη ζέστη του καλοκαιριού,
τι να τα κάνεις τα λόγια όταν η σιωπή έχει να σου πει ποιο πολλά,
όταν οι αισθήσεις φορτίζουν από το αρχέγονο.
 Για λίγο ειρήνη.
Δεν χρειάζεται η αγάπη λόγια παχυλά και υποσχέσεις,
τελετές σε ναούς, δαχτυλίδια, μπιζού φρουφρού αρώματα πυροτεχνήματα,
δεν χρειάζεται η εξέγερση συνελεύσεις, σχέδια, πλάνα, σημαίες,
η αλλαγή απλός γίνεται
και πάντα έρχεται στην ώρα της.
Γεμάτοι από την γεύση του πεπονιού, από την αύρα της θάλασσας
την άλως του φεγγαριού,
γεμάτοι με τα απλά,
για λίγο ειρήνη,
πλούσιοι με τα λίγα και τα μικρά.
Για λίγο ειρήνη με όλα.
Πόσο εύκολα μετατρέπεται το ψέμα σε αλήθεια και η αλήθεια σε ψέμα.
Σε μια κοινωνία που συνήθισε τον θάνατο, τον πόλεμο, την βία,
την οσμή του αίματος του πτώματος,
εθισμένη στην φρικαλεότητα των ειδήσεων της τηλεόρασης,
οι άνθρωποι αρέσκονται στην σαπίλα.
Χρειάζονται παραπάνω μπάτσους γιατί είναι ανίκανοι να βιώσουν και να εφαρμόσουν αξίες
αρετές αλληλεγγύη ευαισθησία διάκριση ορατότητα.
Νέες χούντες που θα μας φέρουν τάξη, ολοκληρωτικά καθεστώτα, αντισημιτισμός, σημιτισμός.
Κοπάδια από ζώα που σαν βγουν από το μαντρί
τρέχουν να σωθούν κατευθείαν προς τον γκρεμό.
Στους δρόμους των σούπερ μάρκετ όλα άχρηστα,
ράφια ατελείωτα με καρκίνο, συντηρητικά χρωστικές ουσίες,
ζάχαρη και αλάτι σε όλα.
Μαζί με την όραση χάσαμε και την γεύση,
χάσαμε την μπάλα.
Το να βρεις δρόμους που δραπετεύουν από την τρέλα της εποχής
της κάθε εποχής φέρνει για λίγο ειρήνη.
Μέσα στο απύθμενο της ροής της ζωής ξεθωριάζουν φιλοσοφίες θρησκείες
ιδεολογίες κινήματα
τι πρέπει τι δεν πρέπει, τι κάναμε σωστά τι δεν κάναμε.
Τι έπρεπε να είχαμε κάνει,
ποια δράση είναι η σωστότερη, ποια δεν είναι.
Θάνατος και ζωή
το "σακάτεμα του μυαλού στα όρια της λογικής
μα ξέρεις κάτι πέρα από αυτή αρχίζουν τα καλά!
Στην ζύμωση των αξιών της μικρής μας γνώσης μέσα στο απέραντο,
όταν δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε τα απλά
να σεβαστούμε τα μικρά
πως θέλουμε να γίνει κάτι ποιο μεγάλο;
Για ποια επανάσταση μας τσαμπούνας,
και να αλλάξει ο κόσμος,
ότι με την βία κατακτιέται με βία θα τελειώσει.
Θέλει τόλμη να περνάς τα όρια.
Τα σύνορα του εγώ να αντικρίζεις το χάος και να γελάς.
Η υπερβολική σκέψη μπουκώνει
στουπώνει
φρενάρει
τον αυθορμητισμό,
ο αυθορμητισμός πρέπει να πηγάζει απο βαθειά σοφία,
εμπειρία μα στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα,
θέλει τον χρόνο του για να γίνει σαν το καλό κρασί
να είναι ελεύθερος αψεγάδιαστος από πλάνες,
η βαθειά σοφία έρχεται με την αμφισβήτηση,
τίποτα δεδομένο τίποτα προκαθορισμένο
τίποτε δεν είναι γραμμένο τίποτε δεν είναι απόλυτο
όλα έχουν δύο όψεις
κορόνα η γράμματα ένα είναι το κέρμα.
Για λίγο ειρήνη.
Ο Ήλιος άρχισε να ανεβαίνει από τα απέναντι βουνά
το φως του άρχισε να έρχεται και μας τύφλωνε τα μάτια.
Για λίγο ειρήνη,
μέσα στον αναβράζοντα ωκεανό ενέργειας.
Μηχανική ζωή, προκαθορισμένες διασκεδάσεις,
μέθη για να ξεχνάς, αναισθησία μούδιασμα για να μην νιώθεις,
εσωτερικός θάνατος.
Παρορμήσεις.
Ανευθυνότητα.
Ο άνθρωπος που ξεχωρίζει από το χτήνος
πλάθεται με υπέρβαση και παρατήρηση
χτίζεται με ειλικρίνεια στον εαυτό.
Η σιγή δεν τρομάζει
η αλήθεια είναι μία
οι δρόμοι πολλοί.
Συνεχώς η ζωή μας κρέμεται από μια κλωστή,
σε μια στιγμή μπορούν να έρθουν τα κάτω πάνω
τα πάνω κάτω,
όπως έτσι ξαφνικά ερχόμαστε έτσι ξαφνικά φεύγουμε.
Σε όλη την διάρκεια του φωτός είμαστε υπο σκιά θανάτου.
Δεν αξίζουμε λίγες στιγμές ειρήνης;
Να ζήσουμε και να παλέψουμε για κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό μας;
                                                                                                                                 ΑΕΤΥΔΕΥΣ
πανικός

Στην πόλη βρέχει μικροπλαστικό σε δόσεις.
Δέντρα δεν υπάρχουν, γίνανε εικονικά.
Κι όσα απομείνανε, έχουν barcode. Τα παιδιά στο πάρκο φοράνε μάσκες.
Ο μισθός έρχεται σαν ειδοποίηση: “Κύλισε δεξιά για αποδοχή”.
Ο λογαριασμός ρεύματος έχει μέσα και μια γραβάτα με θηλιά για το λαιμό σου.

Τα στεγαστικά κλειδώνουν στόματα.
Ο αέρας είναι με δόσεις, μετά από αίτηση, εφόσον γίνει δεκτή, βέβαια.
Στις στάσεις, αγγελίες για δεύτερη δουλειά και τρίτη υπογραφή.
Η γη βήχει πετρέλαιο· η θάλασσα, άσπρο αφρό από λύματα.

Οι ειδήσεις ουρλιάζουν "ΗΡΕΜΗΣΤΕ".
Κοιτάζεις τον ουρανό και βλέπεις μόνον σταυρούς. Είναι οι κεραίες που μεταδίδουν τις ειδήσεις που φωνάζουν "ΗΡΕΜΗΣΤΕ".
Διαβάζεις τα σημάδια στα χέρια σου. Γραμμές καμωμένες από μισθούς που δεν πληρώθηκαν.
Ένα παιδί ζωγραφίζει ουρανό με γκρι μολύβι και γράφει δίπλα “πάλι απέτυχα”.

Κι ύστερα οι μπλε σειρήνες — πάντα στην ώρα τους.
Κράνη, γκλομπ, χημική ευλάβεια.
Σε σταματούν για “έλεγχο ρουτίνας” και σου μετράνε τους παλμούς, την ανάσα, την υποταγή.
Ο αέρας μυρίζει ληγμένα χημικά. Πες το διαφορετικά: Ο αέρας μυρίζει “νόμο”.
Από τα δακρυγόνα το πνευμόνι σου θυμάται ποιος διατάζει.
Τα κράνη γυαλίζουν σαν άδεια μάτια.
Η στολή λέει “προστασία”, η μπότα λέει “τόλμα αν σου βαστάει”.
Και κάθε κάμερα είναι ιερογραφία της τάξης.

Μας θέλουν σπασμένους, μικρούς, αριθμούς με τετραψήφια pin.
Μας ταΐζουν φόβο σε μερίδες “κανονικότητας”.
Αλλά κάτω από τη σκουριά, κάτι ακόμα ζεσταίνεται.
Χτυπάει σε ρυθμό τυμπάνου 0-1, ξεκούρδιστη κιθάρα δυο χορδών.

Δεν έχουμε ύμνους, έχουμε ανάσες.
Δεν έχουμε ήρωες, έχουμε ψυχικές αξίες.
Δεν χρειαζόμαστε άδεια για να υπάρχουμε.
Θα υπάρχουμε. Είτε το θέλουν, είτε όχι.
Αν ρωτήσεις τι απομένει, θα σου πω:
η στιγμή που σηκώνεις το κεφάλι—
και όλα τα “σκύψε” σπάνε σαν τζάμι στο πεζοδρόμιο.

Δ.